Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020

Συνέντευξη του Στέλιου Καζαντζίδη στην Γιάννα Λοϊζίδου (1999)

Η Γιάννα Λοϊζίδου
Σήμερα δημοσιεύουμε μια συνέντευξη που παραχώρησε ο Στέλιος Καζαντζίδης στην ραδιοφωνική παραγωγό Γιάννα Λοϊζίδου, για το Κυπριακό σταθμό “Ράδιο Πρώτο”. 

Η συνέντευξη έλαβε χώρα στο σπίτι του Στέλιου Καζαντζίδη, το καλοκαίρι του 1999. Δεν έχει την αυστηρή δομή μια συνέντευξης. Είναι, θα λέγαμε, περισσότερο μια εκτενής φιλική κουβέντα με αρκετό ενδιαφέρον. 

Ευχαριστούμε από καρδιάς τον υπεύθυνο προγραμμάτων του “Ράδιο Πρώτο” κο Γιώργο Καραμπατάκη, που μας επέτρεψε να απομαγνητοφωνήσουμε και να δημοσιεύσουμε τη συνέντευξη αυτή. 



Τώρα, μιλάμε για την Κύπρο μας και με τους κύπριους Υπουργούς. Απευθύνεσαι στον κο Μουσιούττα και στον κο Θεμιστοκλεους. Ο Στέλιος ο Καζαντζίδης, Tί θέλει να τους πει; Να ακούσω. 

Οι Κύπριοι πολιτικοί έχουν σχέση με τους Έλληνες πολιτικούς; 

Για να πάρω απάντηση θα πω όχι. Δεν ξέρω… Αλλά όχι. Λέγε…(γέλια) 

Γιατί εδώ οι πολιτικοί μας... 

Άστους τους εδώ. Πάμε στους δικους μας. 

Να τους αφήσουμε ε; Ναι. Να τους αφήσουμε… 

Τί να πω; Ξέρω εγώ; Αν υπάρχουν κάποιοι πολιτικοί, που μπορούν να βοηθήσουν σε αυτό μου το αίτημα, σε αυτό μου το ανθρώπινο αίτημα θα τους παρακαλούσα... 

Ότι ο Στέλιος θέλει… 

Ναι, να αγοράσω εγώ ένα σκάφος στην Κύπρο ή από την Ελλάδα και να το πάω εκεί. Δεν ξέρω πώς θα το κανονίσω αυτό. Θα ρωτήσουμε, θα μάθουμε από τις υπηρεσίες, πώς γίνεται η δουλειά. Να του βάλω μια σημαία κυπριακή, αφού θα ζω στην Κύπρο, και να το αράξω κάπου σε κάποιο λιμάνι. Και εκει να ξέρει ο κοσμάκης ότι κάποιες μέρες την εβδομάδα θα μπορεί να έρχεται να πηγαίνει για ψάρεμα. Όσοι αγαπούν το ψάρεμα, να ανοιγόμαστε μέσα βαθιά και εκει να βάζουμε τη μουσικίτσα - πάντα με τραγούδια μου - και να τρώμε ένα φαγάκι το μεσημερι, ανθρώπινο. Και το βράδυ να γυρίζουνε, να πηγαίνουνε στα σπιτάκια τους ευχαριστημένοι, δυσαρεστημένοι... δεν ξέρω. Γιατί μαθαίνω ότι τα ψάρια της Κύπρου είναι λίγα, και δεν ξέρω γιατί. Δεν μπόρεσε κανείς να μου το αιτιολογήσει. 

Όταν πάει ο Στέλιος εκεί θα μαζευτούν περισσότερα (γέλια) 

Για να δούμε.. Εσύ πιστεύεις Γιάννα ό,τι μπορεί να δοθεί μια λύση σε αυτό μου το αίτημα; 

Και για αυτή την άδεια που θέλεις; Εγώ και τώρα δημόσια βέβαια, αλλά θα επικοινωνήσω και με τον κο Μουσιούττα και μει τον κο Θεμιστοκλέους και την απάντηση Στέλιο θα την έχεις σε λίγες μέρες. Είμαι σίγουρη ότι “όχι” στον Στέλιο Καζαντζίδη δεν λέει κανένας. 

Γιατί όχι; Δεν μου αρέσει η παρανομία. Δεν θέλω να γίνω εξαίρεση. 

Δεν θα κάνουμε παρανομία θα πάρουμε την άδεια. 

Τυχαίνει καμιά φορά και κάθομαι κάπου σε μια ουρά και μου λέει ο διευθυντής ή ο ταμίας “περάστε κύριε Καζαντζίδη”. Λέω όχι. Γιατί να περάσω δηλαδή; Γιατί να υποτιμήσω τους ανθρώπους που είναι μπροστά μου και να περάσω εγώ; Είναι ντροπή. Και κάθομαι και περιμένω τη σειρά μου. Θέλω να πω οτι είμαι νομοταγής και δεν θέλω να παρανομήσει κανένας, μα κανένας προς χάριν μου. Θέλω αν γίνεται. Αν γίνεται, θα ήθελα να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου στην Κύπρο. Είναι το πρώτο μέρος που έζησε η μητέρα μου όταν εξορίστηκε από την Τουρκία. Κάθισε νομίζω δύο με δυομιση χρόνια. 

Έζησε στην Κύπρο; Στην Λάρνακα, αν δεν κάνω λάθος.
 
Στην Λευκωσία.Υπήρχε ένα καπνεργοστάσιο τότε, 1922 -1923 και δούλεψε εκει δύο με δυόμισι χρόνια και μετά ήρθε εδώ στην Ελλαδα. 

Τί σου έλεγε για αυτά τα δύο χρόνια στη Κύπρο, Στέλιο; 

Ότι πέρασε πάρα πολύ καλά. Παρα, πάρα πολύ καλά. Της άρεσε πολύ. 

Στο τραπέζι που καθόμαστε και τρώγαμε το μεσημέρι - λέω μια έτσι πολύ προσωπική στιγμή του Στέλιου, φίλοι ακροατές - ήρθε η κουβέντα στη μάνα, την κυρία Γεσθημανή και έσκυψε έτσι το κεφάλι με συγκίνηση και με ανάμνηση για την κυρία Γεσθημανή. “Αχ το κορίτσι μου” είπες Στέλιο. Σου λείπει η μάνα σου; 

Νομίζω πως όταν χάνεις αγαπημένο σου πρόσωπο και δη τη μάνα… Δεν ξεχνιέται η μάνα. Τί να λέμε τώρα. Υπάρχει πιο πολυτιμο αγαθό στον κόσμο απ τη μάνα; Ήταν το κορίτσι σου; Ήταν η φιλενάδα μου, η μάνα μου, η γυναίκα μου. Όλα μου. Όλα μου. Την ακουγα, κι όποτε την ακουγα - και πάντα την άκουγα - δεν έχασα ποτέ. Ποτέ, μα ποτέ.  

Είπες και τόσα τραγούδια για τη μάνα.

Βέβαια. Βρήκαν όλοι αυτοί οι κύριοι, που βγαίνουν τώρα και με βρίζουνε, βρήκαν φαΐ στο λαιμό μου, ότι είμαι ο καταλληλότερος να πω τη λέξη μάνα. Και τους έκανα τη χάρη και τους έλεγα και “μάνες” και “ξενιτιές” και “φυλακές” και “αδικίες” και ένα σωρό θέματα… Έλεγε τις προάλλες η - καλή της ώρα - η Σώτια η Τσώτου, αυτή η μεγάλη στιχουργός, έχει εξαντλήσει αυτό το παιδί - παιδί με έλεγε ακόμα - όλα τα θέματα. Δεν υπάρχει θέμα, που δεν το έχει τραγουδήσει. Δεν ξέρω τι να του γράψω…”

Αυτή τη φωνή, τη φωνάρα, από που την κληρονόμησε ο Στέλιος; Τραγουδούσατε στο σπίτι; Τί θυμάσαι Στέλιο από τα παιδικά τα χρόνια; 

Τραγούδι θυμάμαι απ’ τη γιαγιά μου. Νομίζω τα βάσανα που τραβηξα - και τραβάω - είναι αυτά που κάναν τη φωνή μου τέτοια, να έχει γεμίσει πόνο και να βγάζει αυτή την πίκρα από μέσα της. Γιατί δεν θυμάμαι να γέλασα ποτέ στη ζωή μου αληθινά. Δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ. Κατοχή, φτώχεια, μιζέρια, φόβοι… Πήγαμε στο χωριό. Αρρώστιες. Ο πατέρας μου είχε έλκος. Γυρίσαμε, δελτίο, το ψωμί λίγο. Να βγω να βοηθήσω. Ο πατέρας μου δεν ήταν σε θέση να εργαστεί. Πέθανε σε λίγο… Είχαμε νεογέννητο μωρό τον Στάθη. Βγήκα εγώ σε οικοδομές, τσιγάρα, πούλαγα νερό με στάμνα, πούλαγα κάστανα. Ποιό παιδί μπορεί να σηκωθεί στις 3 και τις 4 το πρωί να βράζει κάστανα για να παει να πουλήσει;. Σε σημείο όπου φεύγαν οι εργάτες με τις βούρτσες στον ώμο για να πάνε να σουβαντήσουνε διάφορα σπίτια… έτσι γινόταν τότε. Στην Νέα Ιωνία, στη συνοικία. Και πήγαινα εκεί, το λέγαμε “εργατικό κέντρο”. Εκεί πήγαινε ο καθένας, που ήθελε να να παρει εργάτη να φτιάξει το σπίτι του μερεμέτια διαφορα και αυτά...Κι εκει βρίσκανε τον πιτσιρίκο, τον Στυλιανό. Τα σκέπαζα τα κάστανα για να μην κρυώσουν με τσουβάλι και τα ζύγιζα μόνος μου και τα πούλαγα για να βοηθήσω τη μανούλα μου, να μεγαλώσουμε τον αδελφό μου τον Στάθη. Και σήμερα έχει οικογένεια ο Στάθης, έχει παιδάκια. 

Η σχέση σου με τον αδερφό σου ποιά είναι; 

Άριστη. Άριστη… Είναι ένα πονεμένο παιδί κι αυτό. Δεν με άκουσε, κάπνιζε τσιγάρο και κάπνιζε άσχημα. Την ώρα που ρούφαγε τα δυο του μάγουλα κόλλαγαν το ένα με το άλλο. Και του έλεγα καπνίζεις σαν να βγήκες τώρα από φυλακή, σαν να σου λείψαν τα τσιγάρα. Θα πάθεις ζημιά, θα πάθεις ζημιά, θα πάθεις ζημιά… μέχρι που βαριόταν να με ακούει. Και την έπαθε τη ζημια. Του έγινε κάποιο μπαι-πας. Μια αρτηρία του είχε βουλώσει από νικοτίνη. 

Για να μιλήσουμε για αυτή την τόσο γλυκιά κυρια. Κανονικά έπρεπε από την κα Βάσω να πάρω συνέντευξη. Γιατί είναι τόσο γλυκιά! Είναι το δεξί σας χέρι. Είσαι τυχερός Στέλιο δίπλα σε αυτή τη γυναίκα. Την βλέπω για οτιδήποτε, ακόμα και όταν χτυπάει το τηλέφωνο, να βοηθήσει και να τρέξει. Πάντα είναι δίπλα σου. Είναι το δεξί σου χέρι. 

Εντάξει κλεινουμε 25ετία. Αυτό ελειπε να μη συμπαρίστατε. Γιάννα Λοϊζίδου, εντάξει εσύ από αυτά που ακούς από τον κόσμο. Δεν έχεις δει όμως τι γίνεται στο κτήμα όπου πηγαίνω το καλοκαίρι. Αν θα ρθεις ποτέ, και κάτσεις ένα Σαββατοκύριακο, τότε θα καταλάβεις. Να δεις λαϊκο προσκυνημα. Να δεις ανθρώπους λες και είχαν τάμα τους να πάνε σε κάποιο μοναστήρι. Να πανε τις λαμπάδες που είχαν τάξει, να αφήσουν τα χρυσαφικά τους. Να κλαίνε, να μην μπορούν να μιλήσουν. Εντάξει, κοιτάει όσο μπορεί να με προστατέψει, να μπορώ να φάω δυο μπουκιές το μεσημέρι. Η μέρα είναι μεγάλη το καλοκαίρι και οι μεγάλοι άνθρωποι πρέπει να κοιμούνται και λίγο. Να κοιμηθώ καμιά ωρίτσα... Πηγαίνω μονος μου και βγάζω το δόλωμα, το φαγητό που τρώνε τα ψάρια. Δεν αγοράζω ποτέ δόλωμα. Μου αρέσει να το βγάζω μόνος μου. Και σε αυτή μου την απασχόληση χρωστάω πάρα πολλά πράγματα. Την ευρωστία μου. Γιατί η κίνηση είναι αυτή που δίνει ζωντάνια στον άνθρωπο, κακά τα ψέματα. Η κίνηση είναι ότι σημαντικότερο για τον άνθρωπο. Καποτε, όταν δούλευα - εδώ πιο κάτω - στην παραλια Μοσχάτου, στου Κουλουριώτη ήταν ένας, τί να σου πω; κίτρινος… χάλι μαύρο! Είχε καμπουριάνει. Του λέω χριστιανέ μου, τί έχεις; Μου λέει, “κε Στέλιο δεν ξέρω τι έχω”. “Μήπως έχω τον έξω από εδώ”; Τού λέω πήγαινε να εξεταστείς, αυτά βρίσκονται. Εν τέλει πήγε ο άνθρωπος και μου ήρθε μετά δύο μέρες. Μου λέει, “μου είπαν δεν έχω τίποτα”. Του λέω έχεις κήπο σπίτι σου . Μου λέει, “έχω σε μονοκατοικία είμαι”. Πήγαινε πάρε αύριο ένα πατοφτυαρο, αυτα τα μυτερά, κι άρχισε να τον σκαλίζεις τον κήπο, να γυρίζεις το χώμα. Συνέχεια! Μη σταματάς καθόλου! Και ελα μετά από κανα μήνα, να τα ξαναπούμε. Μου φίλαγε τα πόδια! Μου λέει, “με έσωσες!”. “Με έσωσες στην κυριολεξία, μου λέει”, “έγινα άνθρωπος. Άρχισε και λειτουργεί το μυαλό μου. Έχω διάθεση για φαγητό, για ύπνο. Ιδρώνω κουράζομαι”. Η κίνηση, η κίνηση. Αυτό είναι, που με κρατάει και μένα στη ζωή όλα αυτά τα χρόνια και μπορώ και τραγουδάω. Πάνω από όλα είναι η αγάπη του κόσμου. Αλλά μετά η κίνηση. Κινούμαι στο κτήμα, που είμαι. 

Ο αυχένας πονάει λιγάκι όμως Στέλιο... 

Ο αυχένας. Ναι, πονάει. Αυτό είναι ένα μεγάλο μου παράπονο. Αυτή η αρρώστια δεν είχε δικαίωμα να μπει στο δικό μου οργανισμό μέσα. Γιατί το κορμί μου εμένα είναι παιδεμένο. Είναι ταλαιπωρημένο. Δεν το άφησα να ξεκουράζεται σε πολυθρόνες και σε γραφεία. Την πάλεψα τη γη και με πιρούνες και με φτυαρια, με δολώματα, με αλυσίδες, με άγκυρες, με κουπιά, με μηχανές και δεν έπρεπε εγώ να έχω αυτό το πρόβλημα. Κι όποιος έχει τέτοιο το πρόβλημα, να τον λυπάστε. Είναι πολύ άσχημη πάθηση το αυχενικό σύνδρομο.

Σε πονάει; Αισθάνεσαι πόνο;  

Πιάνονται όλα σου αυτά εδώ και το αίμα δεν φτάνει στον εγκέφαλο. Και έχεις ζαλάδες, αστάθειες στους βηματισμούς, είσαι κακοδιάθετος, δεν κοιμάσαι τη νύχτα, ξυπνας, ιδρώνεις, αλλάζεις... είσαι σε διαρκές άγχος. Είναι πάρα πολύ άσχημη αρρώστια. Μιλάν για κάτι κολαρα, κάτι ενέσεις... Τίποτα! Ούτε τα παυσίπονα πιάνουν ούτε τίποτα, ιδιαίτερα όταν αλλάζει ο καιρός.  
Η θεραπεία είναι ο φύλακας άγγελος εδώ.

Η κυρία Βάσω. Ναι, η κυρία Βάσω, βέβαια.

Πριν τελειώσουμε, αφού ήρθε και η κουβέντα στον Άγιο Κωνσταντίνο κι όλο αυτό το προσκύνημα όπως το χαρακτήρισες - κι έτσι είναι - θέλω δυο λόγια, έτσι σε όλο αυτό τον κόσμο που με παίρνει και μου λέει: “Θέλουμε να ξεκινήσουμε να πάμε στον Άγιο Κωνσταντίνο να δούμε τον Στέλιο”, ή μου κανουν παράπονα οτι έρχονται και δεν μπορούν να σε δουν. 

Κοίταξε τον χειμώνα δεν είμαι εκεί. 

Το καλοκαίρι. 

Έχουν έρθει και δεν με βρήκανε ή είμαι μέσα και δεν βγηκα να τους μιλήσω; 

Ίσως έρχονται. Ρωτάνε αν μπορούν, οταν θα έρχονται στον Άγιο Κωνσταντίνο να σε βλέπουν. 

Κοίταξε στο σπιτι μου δεν έχω ούτε σκυλιά, ούτε η περίφραξη που έχω είναι τέτοια ντουβάρια, ώστε να μη φαίνομαι. Ούτε έχω ηλεκτροφόρα σύρματα. Ούτε έχω συναγερμούς. Αυτά τα έχουν άλλοι. Άλλοι που έχουν δημιουργήσει εκατομμυρια πολλά από αυτή τη δουλειά και κρύβονται πίσω από συναγερμούς και από σκυλιά ειδικά εκπαιδευμένα. Ο Καζαντζίδης είναι πρόσφορος στον κάθε άνθρωπο, που τον πλησιάζει. Σου λέω ολόκληρο το καλοκαίρι... είναι αυτοί οι δύο συμπατριώτες σου. Λυπάμαι γι αυτό που έγινε αλλά “άνθρωπος είμαι κι εγώ”. Το έχω πει και τραγουδιστά. 

Δεν είναι ενοχλητικό κάθε πέντε λεπτά καθημερινά να περνάει κόσμος να χτυπάει την πόρτα; 

Δυστυχώς δεν έχω προσωπικη ζωή εγώ. 

Από Ευρώπη, από Αυστραλία, Κύπρο… 

Από παντού, από παντού… Κι έρχονται παιδια ανάπηρα και μου λένε σου χρωστάμε τη ζωή μας, μας έδωσες κουράγιο με τα τραγούδια σου. Και βλέπεις κάτι παιδιά δύο μέτρα και είναι ανάπηρα. Και δεν μπορούν να μιλήσουν… Μπορείς να αρνηθείς σε αυτά τα παιδιά, να τους πεις δεν μπορώ να σας δεχτώ, θα φάω αυτή την ώρα ή θα κοιμηθώ; Αν είναι δυνατόν. Αν είναι δυνατόν. Έρχονται παιδιά, που τα κρατάνε οι γονεις τους απ τα χερια γιατι τρέμουν ολόκληρα. Και με βλέπουν και κάθονται πέντε λεπτα έτσι και κλαινε. Τί να πω σε αυτόν τον κόσμο; Να τους πω όχι; 

Αυτή η αγάπη του κόσμου Στέλιο - είπες μια σοφή κουβέντα - είναι τόσο μεγάλη, που σκοτώνει. Πώς το αισθάνεσαι; Θέλω να μου το φιλοσοφήσεις λίγο αυτό. 

Ναι. Λένε ότι η πιο στοργική μάνα στον πλανήτη είναι η αρκούδα. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, Αυτό το ακαλαίσθητο ζωάκι έχει τέτοιο πόνο μέσα του και τόσο αγάπη για το παιδί του, που το σφίγγει τόσο πολύ από την αγάπη που του χει, που το πνίγει. Έτσι νιώθω κι εγώ. Φοβάμαι πως κάποτε ο κόσμος από την πολύ του αγάπη θα με σκοτώσει. Ειλικρινά το λέω το φοβάμαι. Και φοβάμαι πιο πολύ τον Κυπριακό λαό, γιατί αυτός ο λαός είναι που με αγαπάει περισσότερο. 

Γλυκο σκότωμα όμως Στέλιο ε; 

Σίγουρα, σίγουρα. 

Για όλη αυτή την προσφορά σου στους σεισμοπαθείς. Πώς έζησες τον σεισμό αλήθεια; Ήσουν στον Άγιο Κωνσταντίνο. 

Έχουμε ένα τεράστιο δέντρο, μια λεύκα χρυσιζουσα. Την φαντάστηκα να την κρατάει ένας αράπης, με ένα τεράστιο χέρι και να την πηγαίνει όπου ήθελε. Δηλαδή έκανε μια διαδρομή το δέντρο αυτό γύρω στο ένα μέτρο. Από την σωστή του θέση έφυγε ένα μετρο αριστερά, δεξια, πλάγια. Βεβαιως και μας κούνησε ο σεισμός εκει. Και κατάλαβα από εκεί, γιατί ξέρω καλά από σεισμούς, ξέρω και παρα ξέρω - το έχω πει και σε καποια μου τραγούδια όχι από σεισμούς, λέω για άλλα πράγματα - ότι θα είχε γίνει ζημιά στην Αθήνα. Παιρνω τηλεφωνο να μάθω για τον αδερφό μου με τα παιδιά του και δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε για αρκετές μέρες. Μάθαμε όμως από τις τηλεοράσεις, ότι είχε γίνει μεγάλο κακό. Πέσανε πολλά σπίτια. Και δυστυχώς η φτώχεια. Παντού η φτώχεια είναι αυτή που πληρώνει. Αυτά τα χαμόσπιτα, που τα κολλάνε με λάσπη χωρίς τσιμέντο μέσα κι ασβέστη, για οικονομια. Τότε, λοιπόν, σκέφτηκα ότι έχω κάποια αντικείμενα που κατα καιρούς μου στείλανε άνθρωποι που με αγαπούν. Και λέω αυτα τα πράγματα, κάπου θα πιάσουν τόπο. Και σκέφτηκα να τα δώσω. Να βγουν κάποια ποσά, να πιουν από ένα ποτήρι νερό, να πιουν από ένα μπουκάλι γάλα τα παιδιά αυτών, που πάθανε τη ζημιά, που είναι μέσα στις σκηνές τώρα που έρχεται ο χειμώνας. 

Ποιες ενεργειες έκανες Στέλιο και που βρίσκεται τώρα το θέμα; Είναι αντικείμενα προσωπικά σου; Είναι αντικείμενα, που σου δώσανε και τα εχεις, με μεγάλη αξία από ότι ακούω. 

Δεν βαριέσαι, μεγάλη αξία είναι σχήμα λόγου, όπως το πάρει ο καθένας. Είναι ένα ρολόι χρυσό, για λέγε κυρά Βάσω το όνομά του; Βασερόν Κωνσταντιν; Ξέρω εγώ... Είπα Κωνσταντάρα και γελάγανε. Αυτό το ρολόι μου το έστειλε ένα καρκινοπαθής, σπουδαίος άνθρωπος, είναι εστιάτορ στην Αμερική. Και μου λέει, “ντρέπομαι για την μικρή μου προσφορά”. Χριστιανέ μου του λέω, σου είπε κανείς ότι φοράω τέτοια πράγματα εγώ; Εν πάσει περιπτώσει σε ευχαριστώ πάρα πολύ και κάποια μέρα… Από την ημέρα που το πήρα ήξερα ότι κάποτε θα το διαθέσω κάπου. Του λέω να εισαι σιγουρος ότι θα πιάσει τόπο αυτό σου το δώρο. Και να, που ήρθε η ώρα και με πολύ χαρά του ειπα του ανθρώπου ότι αυτό σου το δώρο κληρώνεται μεθαύριο και θα γίνουν κάποιες εισπραξεις και θα πάνε για τον ανθρώπινο πόνο. Έχουμε δύο ρολόγια.Το ένα είναι χρυσό, ειναι τσέπης, αυτά που βάζανε παλιά στα γιλέκα τους οι άνθρωποι και το άλλο είναι ένα Ρόλεξ, απο τα σπουδαία. Αυτα είναι δώρα της Κατερίνας της Στανίση για τη συνεργασία που κάναμε στο δίσκο “Ελεύθερος”. Υπάρχει ένα, να μην το πω μετάλλιο γιατί δεν ταιριάζει αυτή η λέξη σε αυτό το αντικείμενο. Μετάλλια παίρνουν οι αθλητές που φέρνουν πρωτιές σε αθλήματα. Χρησιμοποίησαν το όνομά μου απάνω στην Θεσσαλονικη, στο Καυτατζογλειο και έγινε κάποια εκδήλωση. Μαζευτηκαν κάποιοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες, που μ’ αγαπούν και έγινε μία βραδιά και εισπράχθηκαν κάποια ποσά για να γίνει κάποια πτέρυγα. Την ονόμασαν “Κέντρο πόνου των καρκινοπαθών”. Και με τίμησαν με ένα αντικείμενο που είναι χρυσό. Πότε έγινε αυτό; Κανας χρόνος πρέπει να είναι. Και αυτό κάποιος κύριος στην Θεσσαλονίκη το ειρωνεύτηκε. Ένας που παλαιότερα είχε πει άλλα πάλι. Είπε, “και ποιος είναι αυτός που του κάνουν τέτοια τιμή”; 

Είπαμε ο Στέλιος έχει πολλούς φίλους και φανατικούς, έχει όμως και εχθρούς. 

Και μερικά φίδια. Το κακό στον κύριο αυτό, είναι ότι είναι Πόντιος. Αυτό είναι που με πειράζει πιο πολύ. Και δεν είναι η πρώτη φορά που μου “βγαίνει” έτσι άσχημα. Και μια άλλη φορά έτσι όπως ήμασταν και πίναμε καφέ, εκεί στο κτήμα, ανοίξαμε τηλεόραση - μια φίλη μας, που τη φιλοξενούσαμε - και ακούσαμε ένα υβρεολόγιο περιεργο, να με βρίζει κάποιος και δεν βλέπαμε το λόγο. Δεν είχε το δικαίωμα. Με αποκαλουσε Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Έλεγε ότι τα τραγούδια μου είναι άνευ ουσίας και σημασίας, οτι ειναι τραγούδια που γίνονται στο γόνατο. Είχε απορρίψει όλους αυτούς, που ασχολήθηκαν και με τον στίχο και τη μουσική. Δηλαδή το έπαιζε αυτός ότι ήταν πρυτανης των πρυτάνεων. Κάποιος Θεοδωρίδης. Και έριξε πάλι χολή όταν μου δόθηκε αυτό το αντικείμενο. Λέει, “και ποιος είναι αυτός και του κάνετε τέτοια τιμή”. 

Γενικά όμως και λόγω καταγωγής, Πόντιος είσαι, αγαπας έχεις σχέσεις και πολλούς φίλους πόντιους. 

Βέβαια. Πονάω τη ράτσα μου.  

Ειπες και ποντιακά με τόση επιτυχία. Τα ποντιακά αλήθεια πώς τα έμαθες;. Δεν έζησες στη Μικρά Ασία. 

Αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Κοίταξε τα ποντιακά τα είχα μέσα μου, φυσικά. Στο αίμα μου. 

Μιλούσατε με τη μάνα; 

Όχι. Με τη μαμά μιλούσαμε τούρκικα. Aυτά φέρανε από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Ο μπαμπάς δυστυχώς δεν είχε ανθρώπους να μιλήσει αυτα τα λίγα ποντιακά που θυμότανε από την πατρίδα, γιατί ήρθε 20 - 22 χρονών παιδί. Όμως στην κατοχή ανεβήκαμε στη Μακεδονία. Εκεί ήταν το σόι του πατέρα μου. Τους Πόντιους ο Βενιζέλος, επειδή είδε πόσο ρωμαλέος λαός ήταν και είναι, τους πήγε σε ακριτικά μέρη για να φυλάνε τα σύνορα. Για όσους δεν το ξέρουνε. Και το 80% των μεταναστών, που υπάρχουν έξω είναι Πόντιοι. Είναι περήφανος λαός. Δεν πήγε για να βγάλει μεροκάματο με το στυλό, ούτε με το πιστολάκι στην κωλότσεπη. Προτίμησε την ξενιτιά για να είναι τίμια τα λεφτά που βγάζει. Λοιπόν, για αυτό τους Πόντιους τους λατρεύω, γιατί είναι μια ράτσα με πολύ πόνο, κυνηγημένοι. 

Με δύναμη ψυχής όμως. 

Με δύναμη ψυχής. Δημιουργικά στοιχεία. Δουλευτάρηδες, Τίμιοι. Εντάξει, όχι ότι δεν υπάρχουν βρόμικοι μέσα αλλα είναι τόσο μικρό το ποσοστό, που για μένα αυτό μετράει. Παντού υπάρχουν καλοί και κακοί. Αλλά στη ράτσα μου υπάρχουν πάρα πολύ καλοί και πολυ λίγοι κακοί. Λοιπόν, πήγαμε στο χωριό για να περάσουμε τα κατοχικά χρόνια. 

Ποιό χωριο; 

Πήγαμε στα Πλατανάκια. Ειναι στους πρόποδες του Μπέλες. Εκεί ήταν το σόι του πατέρα μου. Πρώτα του ξαδέλφια γιαγιάδες, καλομάνες, νονές, δεξιματές*. Λοιπόν, εκεί έμαθα τα ποντιακά σε ηλικία έντεκα μέχρι δεκατεσσάρων χρονών γιατί κάτασαμε εκει τρία ή τέσσερα χρόνια... τρεισήμισι χρόνια περίπου, και αυτά τα ποντιακά χρησιμοποιήσα στα τραγούδια μου. Όταν ο Χρύσανθος, ο μεγάλος αυτός βάρδος του ποντιακού τραγουδιού, μου έκανε πρόταση να κάνουμε έναν δίσκο μαζί - τα “Αηδόνια του πόντου” - που και έγινε, του λέω, τα ποντιακά που ήξερα από μικρός τα έχω ξεχάσει. Δεν νομίζω ότι θα τα μπορέσω να τα καταφέρω. Διότι την ποντιακή διάλεκτο τη θεωρω μία ξένη γλώσσα. Καλύτερα να με βάλετε να μάθω γαλλικά από την αρχή παρά να… μου λέει, “θα τα μάθεις και θα τραγουδήσεις”. “Εγώ”, μου λέει, “αναλαμβάνω να γινω δάσκαλός σου λέξη λέξη” Κι έτσι κι έγινε. Και είπαμε εκείνο τον αριστουργηματικό δίσκο. Και ήταν να μην πάρω φόρα. Μετά είπαμε και άλλα. Τραγούδια παντα πονεμένα. Πάντα κοινωνικά τραγούδια, με ανθρωπιά μέσα τους. 

Μετά ήρθε και το “Πατρίδα μ αραεύω σε”. 

Ναι. Το “Πατρίδα μ αραεύω σε”. Εχουμε το άλλο “Χριστέ μ’ άλλα είπες σ’ ανθρώπς, και άλλα ατοίν εφτάνε” 

Έμαθε και ποντιακά η κα Βάσω; 

Βέβαια! Είχε φιλενάδα Πόντια πριν με γνωρίσει. Έμενε στην Καλαμαριά. Μας ένωσε ο σεισμός. Βεβαια! Να τα πει η ίδια. Έμενε σε τσαντίρι και μου έκανε ωτοστόπ ε… Δεν μιλάει η κυρία Βάσω.

Για να ακούσω, πώς σας ένωσε; 

Αυτα δεν είπαμε ο σεισμός. Δηλαδή; Ε, να ήμασταν σεισμόπληκτοι και οι δυό και τα βρήκαμε. Κάναμε και επιχειρήσεις απάνω. Είχαμε φτιάξει αυτό το ούζο το “Υπάρχω”. Κάτσαμε έτσι μερικά χρονάκια πάνω. Δυστυχώς και εκει τα σκαθάρια πέσανε στη μέση και με διέλυσαν. Ήταν μια ωραία δουλειά. Μια πάρα πολύ ωραία δουλειά. Αρσενική 100%. Δεν πούλησα κολώνιες, ούτε αρώματα. Πούλησα ένα προϊόν, που ανταποκρίνεται σε αρρενωπά στοιχεία. 

Ένα μπουκάλι ούζο Υπάρχω έχω και στα χέρια μου. Και το έχω εκεί στο ραδιόφωνο δεν το πήρα σπίτι. Είναι εκει στο σταθμό. 

Εγώ δεν έχω δυστυχώς. Ε κυρά Βάσω; Έχεις κανα μπουκάλι; Δεν έχεις… Α έχεις! Το έχεις καταχωνιάσει καπου. Δεν βαριέσαι... 

Μετά ήρθε και ο δίσκος “Αφιέρωμα”, αφιερωμένο στην Κύπρο μας και στους Κύπριους. Και τώρα περιμένουμε έναν δίσκο από τον Στέλιο στην κυπριακή διάλεκτο. Θα μάθουμε κυπριακά Στέλιο; 

Αυτόν τον δισκο θα τον βγάλω στην εκκλησία (γελια). 

Σκέφτηκες ποτέ να γυρίσεις, να πεις ένα κυπριακό τραγούδι; Σου βάζω δύσκολα

Κοίταξε σε αυτες τις δηλώσεις που έκανα τελευταία, κάπου μου ξέφυγε και είπα μια αλήθεια. Είπα σταματάω, να χαρούνε όλοι αυτοί οι κύριοι, που χρόνια τώρα προσπαθούν να με βγάλουν από τη δισκογραφία. Και θα τον κρατήσω τον λόγο μου. Γιατί τουλάχιστον σε αυτά είμαι συνεπής. Δεν θα ξανατραγουδήσω. Δυστυχώς. Λυπάμαι που το λέω, για μπορούσα να τραγουδώ ακόμα πολλά χρόνια. Ειμαι αφθαρτος σαν οργανισμός. Δεν έχω κάνει καταχρήσεις. Κοιμάμαι, προσέχω τη διαιτα μου. Καθαρό αέρα τα καλοκαίρια. Και εδώ στην Αθήνα που είμαι αποφεύγω τις κακοτοπιές. Δεν μένω σε κλειστούς χώρους που καπνίζουνε, απαγορεύεται το κάπνισμα κοντά μου. Και ένα σωρό άλλα πράγματα. Έχω και διάπλαση σωματική ρωμαλέου ανθρώπου. Κάτι φίλοι ανθρωπολόγοι μου είχαν μια επωνυμία που μου διαφεύγει τώρα… “Άγρια φύση” με λέγανε! Ότι δεν παίρνω χαμπάρι από τίποτα. Είμαι δουλεμένος άνθρωπος. Χωράφια δούλεψα στο χωριο. Οι συγγενείς μας δώσανε από κάποια στεμματάκια, άλλος μισό άλλος ένα. Γιατί οι κληροι εκεί πάνω ήταν πάρα πολύ μικροί και τα εδάφη πετρώδη όλα. Καλλιεργούσαν καπνά. Ο καπνός είναι οι πιο δύσκολη καλλιέργεια. Δεν φτάνει που τους πέταξαν τους Πόντιους εκει στα ακριτικά μέρη, δεν είχαν και χωράφια καλά. Άνυδρα. Να τα παλευουν με τα νύχια, να βγάζουν καρπό και μετά να έρχεται ο εμπορος... πρέπει να το θυμάσαι το τραγούδι αυτό που λέω για τον Πόντιο. “Έρθαν οι εμπόρ’ να παίρνε τσάμπα τον καπνόν τον χωρέτε `κι ερωτούνε σο λογαριασμόν” Ήρθαν οι έμποροι να πάρουν τον καπνό τσαμπα. Το είχαν από την αρχή δεδομένο ότι θα τον πάρουν τσαμπα τον καπνό, γιατί έτσι κάνουν οι εμποροι. Και δεν τον ρωτάνε αυτόν στον λογαριασμό. Κι αυτός από ντροπή, ήταν στο κρεβάτι, ντρεπόταν γιατί δεν είχε παντελόνι καλό να φορέσει.Τον βιό του αυτό, τον ιδρώτα που έχυσε, δεν μπορούσε να τον διεκδικήσει αυτή τη λεπτή στιγμη, στο καντάρι που λέμε. Κι έτσι πέρασα τα κατοχικά χρόνια. Κατεβήκαμε στην Αθήνα. Βιοπάλη κι εδώ. Σπίρτα, τσιγάρα... και αυτό έγινε τραγούδι από τον Γιώργο τον Μητσάκη και παει λέγοντας… 

Ποιά άλλα τραγούδια σου σου ερχονται στο μυαλό, που έχουν ετσι ιστορία όπως ανέφερες τα δυο τρια; Βέβαια κάθε τραγούδι για σένα είναι και βίωμα, αλλά είναι κάποια τραγούδια που ξεχώρισαν ειται για την ιστορία ειται για την αιτία που γράφτηκαν; 

Νομίζω δεν είναι πολλά. Αυτό που είναι συγκλονιστικό και έχω αναμνήσεις πολλές είναι το “Μάνα μου”. Αυτή η σπαρακτική μάνα του Τάκη του Σούκα, που δεν μπορούσα να την πω με τίποτα. Χρειάστηκαν έτσι κάποιοι μήνες για να μπορέσω να την “στανιάρω”, που λεμε, να την φέρω εκεί που ήθελα. Η συγκίνησή μου ήταν πολύ μεγάλη - ήταν πρόσφατος ο θάνατος της μάνας μου - και δεν μπορούσα, με παίρνανε τα ζουμιά, που λέμε, τα κλάματα.

Όπως σε πήρε το δάκρυ και το κλάμα διαβάζοντας την επιστολή αυτή του Γιαννάκη και της Άννας.

Ναι μωρε...

Μια από τις επιστολές, που σου έφερα. Τί είναι αυτό που σε συγκίνησε τόσο πολύ όταν τη διάβασες;

Κοίταξε όταν διαβάζεις κάτι καταλαβαίνεις την ψυχή του αλλουνού, τον κόσμο που έχει μέσα του. Και λες υπάρχουν ακόμα τέτοιες ψυχούλες που έχουν τέτοια χάρη κι ομορφιά μέσα τους. Γιατί εδώ οι άνθρωποι έχουν σκληρύνει πάρα πολύ Γιάννα Λοϊζίδου. Εδώ η πολιτεία μας έχει κάνει άγρια σκυλιά. Να κοιτάμε πως θα ξεφύγει το μάτι σου από τον άλλο για να σε δαγκώσει. Δεν υπάρχει ζωή εδώ. Η Αθήνα έγινε κόλαση. Κρίμα. Λυπάμαι αυτό το ωραίο κομμάτι του πλανήτη, αυτή η χιλιοτραγουδισμένη πόλις έγινε μαρτυρική. Δεν έμεινε τίποτα. Τον ήλιο τον έχει κρύψει το νέφος. Η θάλασσα έχει μολυνθεί. Για να φας ψάρια είπαμε πρέπει να βουτάς το πιρούνι σου στο πετρέλαιο.

Μου έδειξες ότι είσαι ευαίσθητος και κλαις ευκολα. Οι άντρες δεν κλαίνε. 

Κλαινε, κλαινε και παρακλαίνε Και κλαίνε αληθινά οι άντρες όταν κλαινε. Γιατί να μην κλαινε οι άντρες; Δεν είναι όντα οι αντρες; Κι ο πιο δυνατός άνθρωπος, υπάρχουν στιγμές που κλαιει. Μπορείς να μην κλάψεις όταν χάνεις τη μάνα σου; Αν είναι δυνατόν. Υπάρχει άλλο πράγμα στον κόσμο πιο πολύτιμο απ’ τη μάνα;  

Ποιό τραγούδι να αφιερώσουμε στην Κύπρο πριν τελειώσουμε Στέλιο; 

Ζηλεύω τα πουλια. 

Γιατί;

Γιατί αυτά είναι ελεύθερα και πετάνε και πάνε όπου θέλουν, όποτε θέλουν. 

Να σου δώσω ένα φιλί. 

Να μου δώσεις. 

Να σε ευχαριστήσω για αυτή την υπέροχη μέρα που μου χάρισες. 



Η συνέντευξη κλεινει με τον Στέλιο να απευθύνει τον λόγο σε έναν ακροατή, που απέστειλε ένα γράμμα. Λέει, λοιπόν: 

 “Φίλε Αντώνη Πέντοτζη. Διάβασα το γράμμα σου και ειλικρινά συγκινήθηκα τόσο, που κλαίγαμε και εγώ, και μη σου πω ποιος άλλος. Ξέρεις ποια έχω δίπλα μου; Αυτή που παρακάλεσες να ρθει, να μου δώσει το γραμμα σου. Από το 86 έχουν περάσει 13 χρονια. Σίγουρα δεν σε θυμάμαι. Μου γράφεις ότι ήρθες στην Πεύκη, στην παλιά μου κατοικια, γιατί τώρα άλλαξα. Ήρθα εδω, στην συνοικία όπου υπάρχει φτωχολογιά. Εκεί ήμουν λιγάκι..πώς τους λέμε αυτούς… “κηφήνας”. Δεν βρίσκω λόγια να σου πω, ειλικρινά. Το γράμμα σου είναι ότι πιο σπάνιο έχω διαβάσει. Τα λόγια σου έχουν τόση ποίηση μέσα, που θα μπορούσες να γράψεις τραγούδια. Δεν θα σου πω περισσότερα. Εύχομαι σύντομα να ανταμώσουμε να τα πούμε από κοντά, μιας και είναι και σένα διακαής σου πόθος. Σε ευχαριστώ και πάλι. Και για να δούμε, πρώτα ο Θεός, θα ακούσεις από την Γιάννα την Λοϊζίδου ένα μου αίτημα. Μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Ζητάω κάτι από την κυβέρνηση της Κύπρου. Κάτι που εδώ, δεν το κατάφερα, δυστυχώς. Ίσως μου ανοίξουν οι πόρτες και έρθω και περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου και τότε μπορεί να γίνουμε και φίλοι. Σε ευχαριστώ και πάλι.” 

 
*δεξιματές. Αυτό ακούσαμε κατά την απομαγνητοφώνηση. Δεν είμαστε σίγουροι αν υπάρχει η λέξη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: