Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Στέλιος Καζαντζίδης: 10 χρόνια πριν στον βρετανικό "Guardian"

Πέρασαν 10 χρόνια από το βιολογικό τέλος του Στέλιου Καζαντζίδη. Στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001, λίγο πριν τις 11.00 το πρωί, κατέληξε στο δωμάτιο 918 του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών. Όπως ήταν φυσικό να συμβεί, ο θάνατός του Στέλιου Καζαντζίδη, ως είδηση, ξεπέρασε τα ελλαδικά σύνορα. Δεν ήταν λίγες οι αναφορές των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων, μα και οι διεξοδικές δημοσιεύσεις σε διαδικτυακούς τόπους και εκδόσεις. Κάποια στιγμή θα προχωρήσουμε σε μια καταγραφή των όσων δημοσιεύτηκαν τις μέρες εκείνες. 

Προς το παρόν διαλέξαμε να παραθέσουμε - σε ελεύθερη μετάφραση - το εκτενές κείμενο που δημοσίευσε η βρετανική εφημερίδα "The Guardian" με αφορμή το θάνατο του Καζαντζίδη. Το κείμενο με τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης: Ο τραγουδιστής που εξέφρασε τον πόνο της ελληνικής διασποράς» που δημοσιεύτηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 2001, φέρει την υπογραφή του Constantine Buhayer

Στέλιος Καζαντζίδης: Ο τραγουδιστής που εξέφρασε τον πόνο της ελληνικής διασποράς 

Από την εποχή του Οδυσσέα μέχρι τα πρόσφατα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη – που πέθανε από καρκίνο στα 70 του χρόνια – οι Έλληνες για να αντέξουν τον πόνο της εξορίας και της μετανάστευσης, τον έκαναν τραγούδι. 

Ο Καζαντζίδης υπήρξε ένας μοναχικός οδοιπόρος στο πλούσιο ελληνικό μουσικό στερέωμα. Παρόλο που αγαπούσε τα αντιδραστικά, ρεμπέτικα τραγούδια, αυτός δημιούργησε το δικό του λαϊκό ύφος. Θεωρούσε ότι η δυτική μουσική δεν απαντούσε σε καμία παράδοση. Πέτυχε, μόνος αυτός, να εκφράσει την κοινωνική και συναισθηματική ταραχή που βίωσαν οι Έλληνες κατά το δεύτερο παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. 

Κοντά στο ένα εκατομμύριο Έλληνες ξενιτεύτηκαν από το 1950 μέχρι το 1975 – οι περισσότεροι για την Αυστραλία, τη Γερμανία και τη Βόρεια Αμερική… μια μοίρα εχθρική, γνωστή ως «ξεριζωμός». 

Εφημερίδα Guardian - Αφιέρωμα στον Σ. Καζαντζίδη
Εφημερίδα Guardian - Αφιέρωμα στον Σ. Καζαντζίδη
Κύριο χαρακτηριστικό της φωνής του Καζαντζίδη, για να μεταδώσει τον πόνο του χωρισμού και της προδοσίας, ήταν η άρθρωση του «α». Δεν έμοιαζε με το παιχνιδιάρικο «α», που έπιαναν σε ψηλές νότες οι τραγουδιστές της όπερας, για να επιδείξουν τη δεξιοτεχνία τους. Αντίθετα, έβγαινε σαν μια ηχηρή, σχεδόν παιδική έκφραση του πόνου, βαθιά μέσα από την ψυχή. 

Αμέτρητοι έλληνες DJs, σε ελληνικούς γάμους και γλέντια, από το Τορόντο μέχρι τη Μελβούρνη, επιβεβαιώνουν πως όταν ακούγεται κάποιο τραγούδι του Στέλιου, αναμμένα τσιγάρα συνοδεύουν μακρόσυρτους αναστεναγμούς για την πατρίδα. 

Ο Καζαντζίδης γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία, μια προσφυγική γειτονιά της Αθήνας που ιδρύθηκε μετά την καταστροφή των περιοχών της Ανατολίας (στο τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στη γέννηση τη Τουρκίας του Κεμάλ Ατατούρκ στα 1920). Από τη μητέρα του και τη γιαγιά του έμαθε τα τραγούδια της ξενιτιάς – της ζωής των ξεριζωμένων Ελλήνων – και από αυτές τις δύο, πήρε το «κλάμα» στη φωνή. 

Κατά τη Ναζιστική κατοχή, μαζί με την οικογένειά του απομακρύνθηκε σε κάποιο χωριό της Βόρειας Ελλάδας, όπου ανέπτυξε σεβασμό για τα ζώα και την καλλιέργεια και σιγά, σιγά μίσος για τα αστικά κέντρα, τους «κλέφτες» τραπεζίτες και τους επιχειρηματίες της δισκογραφίας. Το 1947, ο πατέρας του πέθανε από τα χτυπήματα που δέχθηκε, ως κομμουνιστής, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο. Ο νεαρός, τότε, Στέλιος βρέθηκε να συντηρεί τη μητέρα του και το μικρότερο αδελφό του πουλώντας τσιγάρα στο κέντρο της Αθήνας. Τελικά άρχισε να κερδίζει τα προς το ζην τραγουδώντας σε ταβέρνες. 

Κατά την στρατιωτική του θητεία, γνώρισε την πρώτη του μεγάλη αγάπη, την «Καίτη Γκρέυ» - τη γνωρίζουμε με αυτό το ψευδώνυμο. Ήταν μια μελαχρινή γυναίκα, μεγαλύτερή του, που της άρεσε να του ξεφλουδίζει τις ελιές, να του μαγειρεύει και η οποία του έμαθε τον έρωτα. Στον Στρατό, οι ανώτεροι, δεξιόφρονες αξιωματικοί, τον ταλαιπώρησαν. Τον καιρό εκείνο, το μπουζούκι, ένα όργανο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, θεωρούνταν πιο επικίνδυνο κι από μια βόμβα μολότοφ. Ο Καζαντζίδης εξορίστηκε για λίγο στη Μακρόνησο και βασανίστηκε. 

Στη δεκαετία του 50 άρχισε να συνεργάζεται με μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου όπως ο Μανώλης Χιώτης και ο Βασίλης Τσιτσάνης, αλλά και με το Μίκη Θεοδωράκη - Ο Καζαντζίδης έκανε πολλές συνθέσεις τους, διαχρονικές επιτυχίες. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία που έκανε ως συνθέτης και τραγουδιστής , ήταν το «Η κοινωνία με κατακρίνει» και ακολούθησε το «Θέλω να πεθάνω»

Μεταξύ του 1957 και 1965 καθιέρωσε το προσωπικό του ύφος. Στο μεταξύ, οι Έλληνες μετανάστες που εγκατέλειπαν μαζικά τη χώρα τους, κουβάλησαν τη φωνή και τα τραγούδια του σε κάθε γωνιά του πλανήτη και τα παιδιά τους, που γεννήθηκαν στην ξενιτιά, μεγάλωσαν ακούγοντας τη φωνή του. Στη λατινική Αμερική οι Έλληνες μετανάστες έκαναν τον Καζαντζίδη τόσο δημοφιλή, που τον αποκαλούσαν τιμητικά Γκαρντελάκη, από τον Carlos Gardel, βασιλιά του Αργεντίνικου ταγκό. 

Αφού χώρισε με την Γκρέυ, γνώρισε την Μαρινέλλα στα 1955, μια ταλαντούχα έφηβη τραγουδίστρια, κόρη προσφύγων από την Κωνσταντινούπολη. Ερωτεύτηκαν, και την προώθησε στο χώρο της μουσικής. Συχνά η ίδια τον προστάτευσε από τη βία που υπήρχε στη δουλειά. Τελικά παντρεύτηκαν, αλλά χώρισαν το 1965. Στα χρόνια της χούντας των Συνταγματαρχών (1967 – 74) το καθεστώς τιμώρησε μόνο τον Καζαντζίδη επιβάλλοντάς του φόρους . Σταμάτησε τη δισκογραφία μεταξύ 1975 και 1987, εγκλωβισμένος σε μια δυσάρεστη επαγγελματική συμφωνία. Παρόλα αυτά παρέμεινε δημοφιλής, κυρίως στους Έλληνες της διασποράς. Στη δεκαετία του 90 επέστρεψε δυναμικά και η μαζική φυγή Ποντίων και Καυκάσιων Ελλήνων από την, μέχρι πρότινος, Σοβιετική Ένωση, στάθηκε αφορμή να ηχογραφήσει μια σειρά από τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Πόντου, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της σημερινής Τουρκίας. Ωστόσο, εκτιμούσε τη μουσική παράδοση και της Τουρκίας και κάποιες φορές προτίμησε να τραγουδήσει στα Τούρκικα. 

Το ύφος του Καζαντζίδη μπορεί να είναι λυπητερό, αλλά η ευγενική του ανδροπρέπεια και η απαξίωση από μέρους του, του πλούτου, ενέπνευσαν την αξιοπρέπεια στις ζωές εκατομμυρίων Ελλήνων, σε μια από τις δυσκολότερες περιόδους της ιστορίας τους. Από το 1982, ήταν παντρεμένος με την τελευταία του σύζυγο, την κα Βάσω Κολοβού – Κατσαρού. 

Στέλιος Καζαντζίδης, Τραγουδιστής, Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931; πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001. 

ΥΓ: Όπως είπαμε η μετάφραση είναι ελεύθερη σε μια προσπάθεια να αποδοθεί, σε κάθε περίπτωση, το βασικό νόημα. Τυχόν λάθη – και δεν εννοούμε λάθη στη μετάφραση - δε βαραίνουν παρά τον συντάκτη του πρωτότυπου κειμένου. 

ΥΓ2: Διαβάστε το ΕΔΩ πρωτότυπο κείμενο


Διαβάστε ακόμα: 

1 σχόλιο:

Είπε κάποιος... είπε...

Ευχαριστούμε για την αναδημοσίευση τα:

http://tro-ma-ktiko.blogspot.com,http://citypress-gr.blogspot.com,http://www.trelokouneli.gr,http://www.tromaktiko.net