Το ρεμπέτικο τραγούδι, μετά το δημοτικό - παραδοσιακό τραγούδι, είναι η αυθεντικότερη μουσική έκφραση. Βέβαια, για εμάς, τους δημιουργούς αυτού του blog, η αναφορά στο λαϊκό συμπεριλαμβάνει τόσο το δημοτικό, όσο και το ρεμπέτικο. Το ρεμπέτικο τραγούδι, έχει σίγουρα χρονικά όρια. Στην Ελλάδα παράγεται από το 1930 και μετά, ενώ υπάρχουν και οι λεγόμενες ηχογραφήσεις του εξωτερικού από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δε θα κάνουμε μια ακόμα ανάλυση του κοσμήματος αυτού της μουσικής μας παράδοσης. Υπάρχουν βιβλία σχετικά με τη γέννηση και την παραγωγή του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθώς και διαδικτυακοί τόποι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εμείς, θα προσπαθήσουμε, να αιτιολογήσουμε την αποστροφή πολλών «νέορεμπέτηδων» (όσο δόκιμος μπορεί να είναι ο όρος αυτός) για τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Θα επιδιώξουμε να κατανοήσουμε γιατί άραγε οι νέοι που καταπιάνονται με το ρεμπέτικο τραγούδι, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και γιατί το γούστο τους, εγκρίνει τους νέους τραγουδοποιούς και προσπερνά την περίοδο του κλασικού λαϊκού τραγουδιού;
Είναι αλήθεια πως το ρεμπέτικο γεννήθηκε στο περιθώριο. Μα δυστυχώς για τους νεόπλουτους και τους πασιφιστές νεομαστούρηδες δεν εξέφρασε μόνο το περιθώριο. Εξέφρασε τα κοινωνικά προβλήματα, που βίωναν οι άνθρωποι των αστικών κέντρων την ίδια ώρα, που το δημοτικό τραγούδι «βασίλευε» στις επαρχίες.
Οι νεότεροι, που ασχολούνται σήμερα με το ρεμπέτικο τραγούδι, το περιορίζουν αναμεταξύ της «μαγκιάς» και των ναρκωτικών ουσιών. Θέλουν να το μεταφέρουν ξανά πίσω στους τεκέδες. Από το 70 και μετά αυτό μεθοδεύεται να συμβεί. Χάσανε βλέπετε οι νεόπλουτοι τη μαστούρα τους και χωρίς να έχουν ή να αντιλαμβάνονται τα κοινωνικά προβλήματα το ρίξανε στην αμπελοφιλοσοφία και τη ρεμπετολογία. Και βρέθηκαν, μέσα στην αφέλεια τους, αντιμέτωποι με τους πρωτομάστορες του ρεμπέτικου…
Προσπαθούν να ποινικοποιήσουν το αυθεντικό αυτό δημιούργημα σε καιρούς, υποτιθέμενης, ελευθερίας. Μας θυμίζουν όλους εκείνους, που συνεχίζουν να στιχουργούν αλληγορικά ενώ το καθεστώς, της επίσημης τουλάχιστον, λογοκρισίας έχει παρέλθει. Προσπαθούν, λοιπόν, οι νεότεροι να απομονώσουν το ρεμπέτικο. Θυμηθείτε, ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης θέλησε να βγάλει το μπουζούκι από την παρανομία και να το παρουσιάσει σε οικογενειακά κέντρα.
Ο Παπαϊωάννου μπροστά στο ίδιο τον Μεταξά αξίωσε να αρθεί η λογοκρισία για τα τραγούδια τα δικά του και των ομότεχνών του. Σαν συνέχεια αυτών, ο Καζαντζίδης πρώτος πολέμησε τη συλλογιστική των εταιρειών δισκογραφίας. Απαίτησε ποσοστά επί των κερδών, που αποφέρουν οι πωλήσεις και επιδίωξε την καλλιτεχνική «απελευθέρωση» των δημιουργών και των τραγουδιστών από τη μέγγενη των δισκογραφικών συμβολαίων.
Γιατί τα βάζουνε, λοιπόν, οι σύγχρονοι του ρεμπέτικου με τον Στέλιο Καζαντζίδη; Τους ενοχλεί η θεματολογία των τραγουδιών που τραγούδησε; Μα τα ίδια μουσικά και στιχουργικά θέματα, περίπου, προτείνει το ρεμπέτικο.
Τους ενοχλεί τι; Η φωνή του Καζαντζίδη; Είναι μίζερος και κλάψας;
Αλήθεια οι περίφημοι ρεμπέτικοι στίχοι «Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή και εγώ το θάνατό μου» ή «Όλα στον κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης, ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά είναι η ανθρωπότης» είναι αισιόδοξοι; Ας μη γελιόμαστε… Κάποιοι ηθελημένα συντηρούν αυτή την αντιπάθεια για τον Καζαντζίδη. Ανακαλύψανε τώρα τελευταία και τη δωρικότητα του Μπιθικώτση, σε αντιδιαστολή με τον αμανέ του Καζαντζίδη. Αλήθεια από πότε η έλλειψη δυνατοτήτων ονομάστηκε δωρικότητα; Τι σχέση έχει, άραγε, η δωρικότητα με τους ανατολίτες, ως προς την έκφραση, τραγουδιστές του ρεμπέτικου;
Όσοι νέοι συνεισφέρουν στην αναβίωση του ρεμπέτικου, ίσως λόγω έλλειψης φωνητικών ικανοτήτων και γνώσης, αλλά και λόγω εμπορικής ανυπαρξίας, επιθυμούν να λησμονεί ο κόσμος τη μεγαλοσύνη των φωνών του παραδοσιακού τραγουδιού, τη λαοφιλία και την απαράμιλλη ερμηνευτική ικανότητα του Καζαντζίδη, το κλασσικό λαϊκό τραγούδι.
Βέβαια θα πουν κάποιοι ότι ο Καζαντζίδης έδωσε το έναυσμα να γεννηθεί και να γιγαντωθεί το περίφημο «star system». Δεν έχουν άδικο. Η πορεία του Καζαντζίδη συνέπεσε με την υποβάθμιση των δημιουργών.
Πρώτα ο τραγουδιστής, μετά ο συνθέτης στους δίσκους. Αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχει όμως και μια άλλη αλήθεια. Ο Καζαντζίδης δεν καταδέχτηκε ποτέ να τραγουδήσει σε εκπομπές ιδιωτικών καναλιών, όπου άτεχνοι, ξεπεσμένοι, τραγουδιστές του γιγαντωμένου συστήματος προώθησης τραγουδούν ανάμεσα σε «κώλους» και «ξανθές γλάστρες».
Αλήθεια, πόσοι νεορεμπέτες παρευρέθησαν σε αυτούς τους χώρους της απαξίας και της ντροπής;
Τα συμπεράσματα, όπως πάντα, δικά σας.
Διαβάστε ακόμη:
Δε θα κάνουμε μια ακόμα ανάλυση του κοσμήματος αυτού της μουσικής μας παράδοσης. Υπάρχουν βιβλία σχετικά με τη γέννηση και την παραγωγή του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθώς και διαδικτυακοί τόποι με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εμείς, θα προσπαθήσουμε, να αιτιολογήσουμε την αποστροφή πολλών «νέορεμπέτηδων» (όσο δόκιμος μπορεί να είναι ο όρος αυτός) για τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Θα επιδιώξουμε να κατανοήσουμε γιατί άραγε οι νέοι που καταπιάνονται με το ρεμπέτικο τραγούδι, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και γιατί το γούστο τους, εγκρίνει τους νέους τραγουδοποιούς και προσπερνά την περίοδο του κλασικού λαϊκού τραγουδιού;
Είναι αλήθεια πως το ρεμπέτικο γεννήθηκε στο περιθώριο. Μα δυστυχώς για τους νεόπλουτους και τους πασιφιστές νεομαστούρηδες δεν εξέφρασε μόνο το περιθώριο. Εξέφρασε τα κοινωνικά προβλήματα, που βίωναν οι άνθρωποι των αστικών κέντρων την ίδια ώρα, που το δημοτικό τραγούδι «βασίλευε» στις επαρχίες.
Οι νεότεροι, που ασχολούνται σήμερα με το ρεμπέτικο τραγούδι, το περιορίζουν αναμεταξύ της «μαγκιάς» και των ναρκωτικών ουσιών. Θέλουν να το μεταφέρουν ξανά πίσω στους τεκέδες. Από το 70 και μετά αυτό μεθοδεύεται να συμβεί. Χάσανε βλέπετε οι νεόπλουτοι τη μαστούρα τους και χωρίς να έχουν ή να αντιλαμβάνονται τα κοινωνικά προβλήματα το ρίξανε στην αμπελοφιλοσοφία και τη ρεμπετολογία. Και βρέθηκαν, μέσα στην αφέλεια τους, αντιμέτωποι με τους πρωτομάστορες του ρεμπέτικου…
Προσπαθούν να ποινικοποιήσουν το αυθεντικό αυτό δημιούργημα σε καιρούς, υποτιθέμενης, ελευθερίας. Μας θυμίζουν όλους εκείνους, που συνεχίζουν να στιχουργούν αλληγορικά ενώ το καθεστώς, της επίσημης τουλάχιστον, λογοκρισίας έχει παρέλθει. Προσπαθούν, λοιπόν, οι νεότεροι να απομονώσουν το ρεμπέτικο. Θυμηθείτε, ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης θέλησε να βγάλει το μπουζούκι από την παρανομία και να το παρουσιάσει σε οικογενειακά κέντρα.
Ο Παπαϊωάννου μπροστά στο ίδιο τον Μεταξά αξίωσε να αρθεί η λογοκρισία για τα τραγούδια τα δικά του και των ομότεχνών του. Σαν συνέχεια αυτών, ο Καζαντζίδης πρώτος πολέμησε τη συλλογιστική των εταιρειών δισκογραφίας. Απαίτησε ποσοστά επί των κερδών, που αποφέρουν οι πωλήσεις και επιδίωξε την καλλιτεχνική «απελευθέρωση» των δημιουργών και των τραγουδιστών από τη μέγγενη των δισκογραφικών συμβολαίων.
Γιατί τα βάζουνε, λοιπόν, οι σύγχρονοι του ρεμπέτικου με τον Στέλιο Καζαντζίδη; Τους ενοχλεί η θεματολογία των τραγουδιών που τραγούδησε; Μα τα ίδια μουσικά και στιχουργικά θέματα, περίπου, προτείνει το ρεμπέτικο.
Τους ενοχλεί τι; Η φωνή του Καζαντζίδη; Είναι μίζερος και κλάψας;
Αλήθεια οι περίφημοι ρεμπέτικοι στίχοι «Τι πάθος ατελείωτο, που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή και εγώ το θάνατό μου» ή «Όλα στον κόσμο μάταια, τα πάντα ματαιότης, ένα λουλούδι ψεύτικο, ψεύτη ντουνιά είναι η ανθρωπότης» είναι αισιόδοξοι; Ας μη γελιόμαστε… Κάποιοι ηθελημένα συντηρούν αυτή την αντιπάθεια για τον Καζαντζίδη. Ανακαλύψανε τώρα τελευταία και τη δωρικότητα του Μπιθικώτση, σε αντιδιαστολή με τον αμανέ του Καζαντζίδη. Αλήθεια από πότε η έλλειψη δυνατοτήτων ονομάστηκε δωρικότητα; Τι σχέση έχει, άραγε, η δωρικότητα με τους ανατολίτες, ως προς την έκφραση, τραγουδιστές του ρεμπέτικου;
Όσοι νέοι συνεισφέρουν στην αναβίωση του ρεμπέτικου, ίσως λόγω έλλειψης φωνητικών ικανοτήτων και γνώσης, αλλά και λόγω εμπορικής ανυπαρξίας, επιθυμούν να λησμονεί ο κόσμος τη μεγαλοσύνη των φωνών του παραδοσιακού τραγουδιού, τη λαοφιλία και την απαράμιλλη ερμηνευτική ικανότητα του Καζαντζίδη, το κλασσικό λαϊκό τραγούδι.
Βέβαια θα πουν κάποιοι ότι ο Καζαντζίδης έδωσε το έναυσμα να γεννηθεί και να γιγαντωθεί το περίφημο «star system». Δεν έχουν άδικο. Η πορεία του Καζαντζίδη συνέπεσε με την υποβάθμιση των δημιουργών.
Πρώτα ο τραγουδιστής, μετά ο συνθέτης στους δίσκους. Αυτό είναι αλήθεια. Υπάρχει όμως και μια άλλη αλήθεια. Ο Καζαντζίδης δεν καταδέχτηκε ποτέ να τραγουδήσει σε εκπομπές ιδιωτικών καναλιών, όπου άτεχνοι, ξεπεσμένοι, τραγουδιστές του γιγαντωμένου συστήματος προώθησης τραγουδούν ανάμεσα σε «κώλους» και «ξανθές γλάστρες».
Αλήθεια, πόσοι νεορεμπέτες παρευρέθησαν σε αυτούς τους χώρους της απαξίας και της ντροπής;
Τα συμπεράσματα, όπως πάντα, δικά σας.
Διαβάστε ακόμη:
1 σχόλιο:
ΟΤΑΝ Η ΦΩΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΡΥΛΟΣ...
Αφιερωμένο σε όλους εκείνους που
μεγαλώσανε με την αναπνοή του.
Δημοσίευση σχολίου