Η συνέντευξη που σας παραθέτουμε, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πίστα» στα 1997. Είναι μια συνέντευξη του Στέλιου Καζαντζίδη, στο Γιάννη Ευθυμίου. Ευχαριστούμε θερμά το Γιάννη Ευθυμίου για την υποστήριξή του και το υλικό που μας παρέχει. Για όσους δε γνωρίζετε, ο Γιάννης Ευθυμίου εργάζεται από το 1994 στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ 1, όπου κάνει την εκπομπή «Λαϊκά μονοπάτια».
Eρ. Στο ξεκίνημα της καριέρας σου, πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Στέλιος Χρυσίνης;
Ο Στέλιος Χρυσίνης υπήρξε ο δάσκαλός μου. O άνθρωπος αυτός με δίδαξε τις τεχνικές του τραγουδιού, τις αναπνοές, την ορθοφωνία και το παράπονο. Επειδή ήταν τυφλός το είχε το παράπονο, αυτό που έχουν όλοι αυτοί που δε βλέπουν. Μου δίδαξε τον πόνο στα τραγούδια, γιατί όλα όσα έγραφε ήταν πονεμένα. Ο πρώτος μου, λοιπόν, διδάξας του πόνου – εκτός απ’ τη γιαγιά μου που κληρονόμησα τη φωνή της και ήταν θα το ξαναπώ η πρώτη μοιρολογίστρα της Τουρκίας – ήταν αυτός… που μου θύμισε ότι από μέσα μου έχω να βγάλω κάτι. Αυτός με δίδαξε τον πόνο και γενικά τις τεχνικές του τραγουδιού. Του χρωστάω πάρα πολλά.
Ερ. Πέρασες δύσκολα παιδικά χρόνια, τα σημερινά παιδιά είναι σε καλύτερη μοίρα από τότε;
Τα σημερινά παιδιά!!! Εγώ λατρεύω τα παιδιά που μοχθούν για να βγάλουνε τον επιούσιο. Τι να πω για αυτά, που καρφώνουν τα μαύρα γυαλάκια στο κούτελο και οδηγούν τα αυτοκίνητα του μπαμπά και ταλαιπωρούν – θα το ξαναπώ για δεύτερη φορά – ταλαιπωρούν όλον τον κόσμο. Πεζούς και οδηγούς. Νομίζουν πως είναι δικά τους όλα… Δικοί τους οι δρόμοι, δικά τους τα φανάρια. Ασέβεια… Τρέχουνε και δε σέβονται τους νόμους της οδήγησης. Προσπερνάνε απαράδεκτα, και στο τέλος ξέρουμε που καταλήγουν. Ή ανάπηροι ή σκοτώνονται. Ήθελα να πω σ’ αυτά τα παιδιά να είναι πιο προσεκτικά και να σέβονται λίγο τους συνανθρώπους τους και έτσι θα σέβονται τον εαυτό τους. Κατά τα άλλα νομίζω πως περνάνε πάρα πολύ καλά σε σχέση με μας. Εμείς περάσαμε μαρτυρικά νιάτα. Παιδικά χρόνια δεν είχαμε. Κατοχή, δυσκολίες στη συνέχεια κατά την απελευθέρωση, μέχρι να ορθοποδήσει η Ελλάδα, του Χριστού τα πάθη… Το ψωμί το ανοίγαμε και είχε αυτή την.. δεν θυμάμαι πως τη λέγαμε… απ’ τη μπαγιατίλα έβγαζε μια μεμβράνη και το τρώγαμε για να μην το πετάξουμε, γιατί ήταν και ακριβό και δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Τι να λέμε τώρα τα σημερινά παιδιά περνάνε παραδείσια.
Ερ. Εδώ στον άγιο Κωνσταντίνο έχει πολλή ηρεμία, είσαι κοντά στη θάλασσα και στο ψάρεμα που τόσο αγαπάς…
Αχ!... Δεν τρώνε τα ψάρια… Δεν ξέρω φέτος είχε τόσες μπουνάτσες και τόσο καλές ημέρες που τα ψάρια όλη την περίοδο του καλοκαιριού ήταν αυγωμένα. Περνούν και την περίοδο της εγκυμοσύνης και δυστυχώς όπως όλα τα πλάσματα σε αυτή τη γη, όταν είναι έτσι, έχουν μια δυσφορία δεν τρώνε καλά, δεν… δεν.. χίλια δεν. Δεν βγάλαμε μια τηγανιά ψάρια έτσι να πιούμε δυο κρασιά με τους φίλους που ερχόντουσαν. Σήμερα είχαμε πάει με τον Ανδρέα τον Καϊάφα να ψαρέψουμε και τελικά πήραμε κάτι ψαράκια που ούτε οι γάτες μας δε χόρτασαν!
Ερ. Ακούγεται ο Στέλιος Καζαντζίδης σήμερα από τα μέσα ενημέρωσης, από τα κρατικά αλλά και από τα ιδιωτικά κανάλια;
Τώρα βρήκες το κουμπί μου. Μου πάτησες τον κάλο που λένε, τις ευαίσθητες χορδές. Λοιπόν, από κρατικά και μη κανάλια… πολλά παράπονα. Τι να λέμε τώρα… Μπορεί να έχω περάσει κάποια χρόνια στη δισκογραφία και γενικά σαν καλλιτέχνης στο τραγούδι, όμως τη φωνή μου τη διατηρώ και μπορώ να πω ότι είναι καλλίτερη από ότι ήταν στα παιδικά μου χρόνια, γιατί τότε μου έλλειπε η πείρα. Υπήρχε φωνή, όμως δύσκολα μπορούσα να την προσδιορίσω και να την κατευθύνω. Σήμερα που έχω ωριμάσει, μου το λένε άλλωστε και οι φίλοι που με ακούνε, είμαι πολύ πιο καλός από ότι ήμουν νεαρός. Τώρα όσον αφορά εάν ακούγομαι ή όχι, θα πω ένα πολύ σημαντικό πράγμα, που με έχει πληγώσει πάρα πολύ και από εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση να τελειώνω με την καλλιτεχνία και γενικά με το τραγούδι και ας με λατρεύει ο κόσμος. Κάποτε από ένα σταθμό της Άμφισσας άκουσα να παίζεται το «Μαζί μας μεγαλώνουν και παιδιά». Χάρηκα γιατί είναι ένα τραγούδι που το πόνεσα. Στη μέση όμως σταμάτησαν… Νόμισα ότι είχαν κάνει λάθος και περίμενα λοιπόν να ακούσω όλη την εκπομπή, να δω μήπως συνεχιστεί το τραγούδι στο πρόγραμμα… Άδικα. Δυστυχώς δεν παίχτηκε ποτέ και θα ήταν ίσως η μοναδική φορά που θα ακουγότανε από το ελληνικό ραδιόφωνο αυτό το αγαπημένο τραγούδι, που μιλάει για την ειρήνη. Να μη ξαναγίνουν πόλεμοι, τα παιδιά να μεγαλώνουν όμορφα και αγαπημένα, χωρίς πόνο. Δεν παίχτηκε και ούτε το έχω ξανακούσει. Κι αυτό είναι ένα παράπονο που κουβαλάω μέσα μου. Όπως και ο «Ελεύθερος», που είναι ένας πολύ μεγάλος δίσκος! Κι αυτός πνίγηκε, όπως όλοι μου οι δίσκοι. Δεν ακούστηκαν, ούτε ακούγονται τα τραγούδια μου. Δε βαριέσαι… Να `ναι καλά ο κοσμάκης, που τα παίρνει αυτά τα χρυσά τραγούδια που λέω και τα βάζει σπίτι του και τα χει σαν εικόνισμα. Τα ακούει όποτε θέλει και αυτό μου είναι αρκετό. Δε βαριέσαι… Ας ακούγονται όλα αυτά τα παιδιά ,που ακούγονται σήμερα από τα ραδιόφωνα και ας είναι όλοι καλά… Εγώ είμαι παντελώς κομμένος από τα ραδιόφωνα, γενικά. Δεν ξέρω, τα τραγούδια μου τα θεωρώ πολύ σημαντικά και πολύ δύσκολα. Εκείνη η Σώτια Τσώτου, αυτή η μεγάλη στιχουργός, που είναι η δεύτερη Παπαγιαννοπούλου λέει πολύ συχνά «Δεν υπάρχουν θέματα που δεν έχει τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γράψουμε τραγούδι που να του αρέσει, να πρωτοτυπήσει να μην έχει μέσα λέξεις απ’ αυτές που έχει πει όλα αυτά τα χρόνια.» Εμένα στόχος μου δεν είναι να ακούγομαι για να χοντρύνω το νυχτερινό μου μεροκάματο, δεν εργάζομαι . Εάν ήθελα να ακούγονται τα τραγούδια μου είναι γιατί είναι διδάγματα και κάπου είναι απαράδεκτο να μην παίζονται στα Ελληνικά ραδιόφωνα. Τα δικά μου τραγούδια είναι καλοσυνάτα, μορφώνουν τα παιδιά, τους βάζουν σε καλό δρόμο, έχουν πάρα πολλά μηνύματα. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που κάποιοι κύριοι, μεθοδευμένα, δε θέλουν να ακούγομαι εγώ, δε θέλουν το καλό λαϊκό τραγούδι, που περνάει τέτοια μηνύματα, για να γίνει η νεολαία όπως τα μούτρα τους, να την κάνουν όπως την έχουν κάνει, να είναι ατίθαση, να παίρνει ναρκωτικά, ξεβρακωσιές, ξετσιπωσιές και ένα σωρό άλλα πράγματα που βλέπουμε και ακούμε. Εγώ έγινα παρείσακτος στα ραδιόφωνα και γενικά σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν πειράζει να είναι καλά αυτοί οι επιτήδειοι αλλά τι φταίει ο ελληνικός λαός που ακούει αυτές τις αηδίες που γράφουν και λένε;
Υπάρχει κάποιος πάνω στη Θεσσαλονίκη, που αυτός ούτε λίγο ούτε πολύ έβγαλε άχρηστα όλα μου τα τραγούδια και ακόμη είχε το θράσος να πει ότι δεν είμαι Πόντιος! Μου χάλασε δηλαδή και τη ράτσα! Δεν ξέρω μερικοί ίσως ντρέπονται να πουν τη ράτσα τους ή τη γενέτειρα τους. Εγώ είμαι υπερήφανος που είμαι αυτής της ράτσας, άνθρωπος και το έλεγα και το λέω. Το έδειξα δε…τελευταία κάνοντας και δίσκους. Δεν είναι εύκολο ένας, που δεν είναι πόντιος, να τραγουδάει αυτό το είδος. Η ποντιακή διάλεκτος είναι σα μια ξένη γλώσσα. Εάν, λοιπόν, δεν είχα τις ρίζες και δεν ήξερα τα ποντιακά, δε θα μπορούσα να τα μάθω με τίποτα. Τόλμησε λοιπόν αυτός ο κύριος να πει ότι κοροϊδεύω τους Ποντίους και σφετερίζομαι το ποντιακό στοιχείο. Τον κάλεσα, λοιπόν, να έρθει να μοιράσουμε τα λεφτά που κέρδισα από αυτή την ιστορία. Γιατί εγώ αυτή τη δουλειά τη βλέπω σα λειτούργημα και θεωρώ ντροπή αυτά που ειπώθηκαν. Κι αυτό το λέω να το ακούνε κάποιοι τραγουδιστές, που έτυχε να έχουν αυτό το Θείο χάρισμα που λέγεται φωνή κι ότι και να κάνουν φτάνουν να ζητάνε τόσα εκατομμύρια… Εκατομμύρια για να τους ακούσει ο κοσμάκης…Είναι ντροπή, το λέω με πολύ αγανάκτηση. Τέλος πάντων για να μην ξεχάσω από κει που ξεκίνησα, ο κύριος αυτός από τη Θεσσαλονίκη λέγεται Θεοδωρίδης. Για να δεις λοιπόν πόσο με τιμά η πολιτεία αυτός που ήταν θυρωρός στο κανάλι 3 της Θεσσαλονίκης από τότε που με έβρισε, τον παρασημοφόρησαν και τον έκαναν καλλιτεχνικό διευθυντή του καναλιού. Έχει δε και ένα άλλο αξίωμα., νομίζω σχετικά με τους Έλληνες μετανάστες, που έρχονται απ’ έξω. Ρώτησα λοιπόν και έμαθα γιατί αυτός ο κύριος έχει τόσο μένος μαζί μου αφού ούτε τον ξέρω ούτε τον πείραξα ποτέ. Έμαθα λοιπόν, ότι έχει γράψει το τραγούδι «Στη Μακεδονία του καλού καιρού, γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου κτλ… Είχε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά και στο μάγουλό της μια μαύρη ελιά..». Δεν ξέρω το τραγούδι αυτό δεν άρεσε στον κοσμάκη και δεν έγινε σουξέ όσο και αν το έπαιξαν και το παίζουν τα ραδιόφωνα, γιατί μόνον εγώ το έχω ακούσει τουλάχιστο 200 φορές. Δεν είναι εύκολο να βάλεις στην ψυχή του κόσμου ένα τραγούδι, όταν δεν του αρέσει κάτι. Δεν του το περνάς το μήνυμα όσο πλύση εγκεφάλου και να του κάνεις εκτός βέβαια από αυτές τις αηδίες που παίζουν σήμερα και βάζουν α αγόρια τώρα και δείχνουν τα βυζιά τους απευθυνόμενοι στα μικρά παιδιά… Οι μεγάλοι άνθρωποι, που έχουν λίγη νοημοσύνη και λίγη σωφροσύνη μέσα τους δεν τα δέχονται αυτά τα τραγούδια. Το τραγούδι αν δε φέρνει δάκρυα στα μάτια πρέπει έστω κάτι να λέει. Για το Θεό! Φαίνεται πως το τραγούδι αυτό το συγκεκριμένο που λέω δεν είχε κάτι τέτοιο και δεν τα’ αγάπησε ο κόσμος. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια σε αυτή την ιστορία γιατί θα τον τιμούσα με αυτό το πράγμα. Αλλά όταν από τα ίδια τα κρατικά κανάλια ακούς να βρίζουν τον Καζαντζίδη και όχι μόνο δεν του τράβηξαν το αυτί αλλά τον παρασημοφόρησαν κιόλα, κάπου σε παίρνει το παράπονο και λες : άει στο διάολο, άει στο διάολο και πανάθεμα τη χώρα που γεννήθηκα… Και το είπα και θα το ξαναπώ και τώρα σ’ όλους για ακόμα μια φορά ότι τα κόκαλά μου θα σαπίσουν αλλού… Αλλού θα γίνουν στάχτη και όχι στην Ελλάδα γιατί με πίκρανε πάρα πολύ αυτό το βρωμερό καθεστώς, που υπάρχει εδώ και χρόνια. Βάλλουν κατά του λαϊκού τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι είναι τι να πω δεν ξέρω, δε βρίσκω λόγια να εκφραστώ…
Ερ. Τροφή για τον κοσμάκη;
Ακριβώς και βάλε… Το ψωμί του κόσμου. Αυτά τα λόγια τα σοφά, που λέμε και ο τρόπος τους δεν πρέπει να ακούγονται; Τι ζητάμε; Να αυξήσουμε το νυχτερινό μας μεροκάματο, να πάρουμε κότερα και κούρσες πολυτελείας; Το αμάξι μου είναι δεκαετίας. Δε με νοιάζει. Τη δουλειά μου να κάνω και να μπορώ να πάω σπίτι μου τίποτα άλλο. Πίκρα μόνο πίκρα…
Ερ. Το πρώτο σου μεροκάματο μεταφραζόταν σε ένα πιάτο φαγητό. Κεμπάπ συκωτάκια με τηγανητές πατάτες. Τι σου θυμίζει εκείνη η εποχή;
Αααα!!! Βέβαια, στην ταβέρνα του Τηλέμαχου, του γείτονά μου. Βέβαια τότε δεν υπήρχαν μεροκάματα, δουλεύαμε όλη τη νύχτα. Δεν ήταν όμως ακόμα η κυρίως δουλειά μου το τραγούδι. Τότε εργαζόμουν σε ένα κλωστοϋφαντουργείο, μέσα σε ένα καζάνι όλη μέρα. Ματσακόνισμα με κάτι ειδικά σφυράκια. Τα ακονίζαμε και σπάζαμε τα άλατα, που μάζευε το νερό σ’ αυτά τα καζάνια που τα βάζουν και βράζουν, για να βγάλουν ατμό και να βάψουν τις κλωστές. Τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα, πηγαίναμε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου και τραγουδούσαμε. Η αμοιβή μας ήταν τας κεμπάπ, ήταν τότε στην ημερήσια διάταξη, ρετσίνα κρασί καμιά φέτα και καμιά πατάτες τηγανητές. Τρώγαμε και πίναμε όλη τη νύχτα και διασκεδάζαμε τον κόσμο χωρίς ιδιαίτερη αμοιβή. Ούτε κι η ταβέρνα έβαζε τίποτα επιπρόσθετο στις τιμές των προϊόντων που πούλαγε, για να μας δώσει κάποια χρήματα.
Ερ. Το καλοκαίρι του 1953 συνεργάζεσαι με τον Απόστολο τον Καλδάρα στην Κολούμπια. Τι θα μας πεις για αυτόν;
Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν μια πολύ μεγάλη φυσιογνωμία στο λαϊκό τραγούδι. Έγραψε – αυτό άλλωστε είναι γνωστό - από τα ωραιότερα τραγούδια τα οποία έχουν μείνει στην ιστορία. Τραγουδήθηκαν, τραγουδιούνται και θα τραγουδιούνται όσο υπάρχει Ελληνισμός. Ο Καλδάρας ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Κρίμα που έφυγε νωρίς. Είχε και μόρφωση μουσική, δεν ήταν ο καθαρά πρακτικός ήταν και θεωρητικός. Ε!!! Έπαιζε και μπουζουκάκι αλλά είχε και μεγάλες γνώσεις στην επιλογή του στίχου. Είχε μεγάλες διασυνδέσεις με την Ευτυχία την Παπαγιαννοπούλου και πολλές συνεργασίες. Είχε και ένα Σαμολαδά – νομίζω ότι είχε κάποια συγγένεια μαζί του – και είχαν κάνει και με αυτόν ωραία τραγούδια. Σε γενικές γραμμές ήταν «Ο» συνθέτης.
Ερ. Αρκετά τραγούδια σου είναι σε στίχους Βίρβου και μουσική Δερβενιώτη. Μίλησε μας λίγο για αυτήν την συνεργασία σου.
Να θυμηθώ μόνο τις καλές στιγμές γιατί κάπου οι άνθρωποι ξεχνάνε πάρα πολύ γρήγορα. Κάποια ωραία χρόνια που ζήσαμε με ορισμένους και σαν φίλοι, και σαν συνεργάτες πέρασαν. Κάπου όμως κάνανε κάτι λάθη τα οποία δε θα έκανα εγώ ούτε κι αν ήμουνα 10 χρονών. Δε βαριέσαι τους αγαπώ και τους συγχωρώ για ότι είπαν για εμένα. Δε βαριέσαι.. Να ναι καλά όλοι τους.
Ερ. Το 1957 στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης γνωρίζεις τη Μαρινέλλα από το Στέλιο τον Ζαφειρίου…
Όχι, δεν τη γνώρισα από το Στέλιο το Ζαφειρίου. Πήγα στη Θεσσαλονίκη να τον δω γιατί είχαμε συνεργαστεί λίγο. Εκεί δούλευε ο Τόλης ο Χάρμας, στο ντουέτο το Ντούο Χάρμα. Μαζί τους ήταν και η Μαρινέλλα σαν τραγουδίστρια. Τραγουδούσε βέβαια σε ένα στρατιωτικό θέατρο, αλλά σ’ αυτό το κέντρο ήταν πάρα πολύ καινούρια, έκανε το ντεμπούτο της που λέμε. Ξεκινούσε σε λαϊκά πάλκα… Το βράδυ λοιπόν, πήγα να δω τον Ζαφειρίου και την άκουσα που τραγουδούσε. Ήρθε στο τραπέζι μου μετά από λίγο και μου είπε κάτι πάρα πολύ περίεργο, μου λέει «Απόψε ο Τόλης δεν είπε κάποια τραγούδια που είχε προγραμματισμένα και μου φαίνεται πως η παρουσία σου εδώ σε κάτι τον εμπόδισε.». Δεν ξέρω αν ζει, αν υπάρχει ακόμα ο Χάρμας αλλά τώρα ας μην τα αναφέρουμε αυτά. Άκουσα, λοιπόν, εκείνο το βράδυ την Μαρινέλλα να τραγουδάει το «Αγαπώ μια τσιγγάνα με λυγερό κορμί/ που χει αμύγδαλα τα μάτια και τη γλύκα στο φιλί. Την ελένε Μαρινέλλα κι είναι η πρώτη κατσιβέλα.». Εκεί έγινε η γνωριμία μας. Και αμέσως δεθήκαμε. Μας έδεσε και το ψάρεμα γιατί μου είπε ότι ο μπαμπάς της είχε βάρκα – ήταν ψαράς δηλαδή – και το πρωί πήγαμε για ψάρεμα… Έτσι άρχισε το ειδύλλιο. Ήταν νομίζω τότε στα 16 πήγαινε στα 17 και εγώ πρέπει να ήμουν εικοσιπεντάρης.
Ερ. Φανερώνεις τα χρόνια σας τώρα!
Ε ναι, έχουμε κάποια οκτώ – εννέα χρόνια διαφορά. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη Μαρινέλλα. Μετά ξεκινήσαμε κάναμε κάτι πρόβες μαζί, χωρίς να υπάρχει κάποιο πρόγραμμα ότι θα δουλέψουμε κάπου. Πλησίαζε η περίοδος της έκθεσης κι ήρθαν απ’ την Αθήνα κάποιοι συνεργάτες μου και μου είπαν να δουλέψουμε στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της έκθεσης. Έτσι και έγινε. Αυτό ήταν το πρώτο μας ξεκίνημα. Πήρα εγώ ένα μαγαζί σαν επιχείρηση το γνωστό «Λουξεμβούργο» και δουλέψαμε εκεί μαζί με τη Μαρινέλλα. Μόλις τελειώσαμε κατεβήκαμε στην Αθήνα και άρχισαν οι επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. Πρώτος διδάξας ο Γιώργος Μητσάκης. Το πρώτο τραγούδι του, που είπαμε ήταν δικό του με τίτλο «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ». Επακολούθησε σωρεία τραγουδιών.
Ερ. Είναι σίγουρη η συνεργασία σου με τη Μαρινέλλα σε συναυλίες την άνοιξη, ξεκινώντας από το Παρίσι και ότι ο κύριος Ανδρέας Καϊάφας είναι ο εμπνευστής και ο υπεύθυνος για αυτό που οι απανταχού Έλληνες περιμένουν τόσα χρόνια;
Ο Ανδρέας είναι το alter ego μου, είναι ο αδελφός μου, είναι ο μόνος διευθυντής δισκογραφικής, που αγάπησε το τραγούδι περισσότερο από όσο του άξιζε. Κυρίως όμως εμάς τους καλλιτέχνες. Το πλήρωσε το τίμημα όμως… Ο Ανδρέας Καϊάφας ήταν η αιτία που ακούγομαι εδώ και 5-6 χρόνια ακόμα στην Ελλάδα. Θα είχα τελειώσει από το τραγούδι, γιατί τα προβλήματα με την πρώην εταιρεία μου είναι γνωστά σε όλους του Έλληνες και πιστεύω να το θυμούνται. Βρέθηκε το καλό παιδί, ο αφελής, ο ρομαντικός - έτσι τον λέω - Έλληνας, που ήρθε από την Αφρική με πολλά λεφτά, που τα έκανε εκεί, με τον πόθο να κάνει δισκογραφική εταιρεία. Εγώ του είπα να μην ασχοληθεί με τη δισκογραφία γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη δουλειά και ότι οι καλλιτέχνες έχουν πολλές ιδιομορφίες. Βεντετίζουν, είναι ασυνεπείς, η αξία κάποιου είναι 1000 δραχμές αλλά ζητάει 100.000… Του λέω λοιπόν θα συναντήσεις πολλά παράλογα και θα απογοητευθείς, για αυτό σε παρακαλώ, μη συνεχίσεις αυτή τη δουλειά. Υπάρχουν πάρα πολλές δουλειές στην Ελλάδα να κάνεις. Αυτός όμως επιμένει και μου λέει, «εγώ την αγαπάω αυτή τη δουλειά.». Τέλος πάντων με αυτόν τον άνθρωπο, γράψαμε μια πάρα πολύ ωραία ιστορία. Δηλαδή έχουμε κάνει 6 – 7 δίσκους, μεταξύ των οποίων και δυο ποντιακούς, οι οποίοι νομίζω είναι όλοι πάρα πολύ καλοί και επιτυχημένοι. Με αυτόν τον άνθρωπο, ευχαρίστως ξαναβγαίνω στη δημοσιότητα, να κάνω ζωντανές εμφανίσεις.
Ερ. Και με τη Μαρινέλλα μαζί;
Και αυτό είναι αλήθεια. Δεν είχα ποτέ τίποτα μαζί της, Μπορεί να μην τα βρήκαμε σαν σύζυγοι αλλά είμαστε φίλοι όλα αυτά τα χρόνια, βλεπόμαστε. Τρώμε μαζί πολλές φορές και κρυφά από σας τους δημοσιογράφους, που ψάχνετε για τέτοια σκάνδαλα. Κάπου, νομίζω ότι και αυτή θέλει να τελειώνει από αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω, δεν τη ρώτησα αλλά εγώ πάντα σκέφτομαι να τελειώσω την καριέρα μου με τη Μαρινέλλα. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο έχω γράψει μια πολύ μεγάλη ιστορία στο λαϊκό τραγούδι, αυτά άλλωστε είναι γνωστά. Η Μαρινέλλα έκανε καριέρα και μόνη της, άξια. Είναι ανατολίτισσα από γονείς πρόσφυγες και μέσα της υπάρχει αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Νομίζω θα ‘ ναι πάρα πολύ ωραία να τελειώσω έτσι εγώ. Δεν ξέρω αν η ίδια θα συνεχίσει αλλά θέλω να τελειώσουμε μαζί αυτή την ωραία διαδρομή που γράψαμε, στον τομέα του τραγουδιού. Αυτή την τίμια διαδρομή, την ειλικρινή, χωρίς κερδοσκοπίες, χωρίς να αποβλέπει σε τίποτα ιδιαίτερα συμφέροντα.
Ερ. Μια και μιλάμε για δουλειές και για δίσκους, εκτός από τις συναυλίες σκοπεύεις να κάνετε και κανέναν καινούργιο δίσκο;
Ναι υπάρχει στο πρόγραμμα και ο τελευταίος δίσκος, που θέλω να κάνω. Ένας διπλός μεγάλος δίσκος με 24 χορταστικά τραγούδια, πολύ προσεγμένα. Έτσι να κλείσω την καριέρα μου επάξια με το όνομα και με την αγάπη που μου έχει ο κόσμος. Θα γίνει ένας τέτοιος δίσκος ασφαλώς εγώ θα το ήθελα πολύ να συμμετέχει και η Μαρινέλλα. Βεβαίως δεν τη ρώτησα εάν οι υποχρεώσεις της, την αφήσουν – γιατί ανήκει σε μια πολύ εχθρική εταιρεία για εμένα, αυτή που με βασάνισε όλα αυτά τα χρόνια και εάν θα της επιτρέψει ο κύριος αυτός να ξανατραγουδήσει μαζί μου. Τώρα βέβαια ακούω ότι θα φύγει και αυτή από κει. Εύχομαι να μπορέσει να καθαρίσει και να κάνουμε μαζί αυτόν τον πολυπόθητο δίσκο που πολύς κόσμος τον περιμένει.
Ερ. Είναι ώρα να μας πεις για τον καινούριο δίσκο που έκανες πρόσφατα, που είναι δώδεκα τραγούδια σε επανεκτέλεση.
Αυτά τα τραγούδια τα θεωρώ και τα ονόμασα διαμάντια. Νομίζω είναι από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει παλιοί μεγάλοι δημιουργοί. Δε χρειάζεται να αναφέρω τα ονόματά τους έχουν χιλιοειπωθεί. Βέβαια δεν είναι μόνο αυτά που είπα τώρα είναι και άλλα πολλά τραγούδια και θα ανασκουμπωθώ για να τα κάνω γνωστά στον κόσμο. Γιατί ίσως τότε τα μέσα δεν ήταν τόσο σημαντικά όσο είναι σήμερα. Τη σημερινή εποχή βγάζεις ένα προϊόν και μέσα σε 24 ώρες έχει γίνει γνωστό στο πανελλήνιο. Θα ήθελα, λοιπόν, αυτά τα τραγούδια, τα αδικημένα, να τα μάθει ο κόσμος. Βέβαια δεν είναι πως δεν τα είπαν καλά οι άλλοι συνάδελφοί μου τραγουδιστές που τα είχαν πει. Προς Θεού. Όμως τα μέσα τότε, που διέθετε ο τόπος μας ήταν υποανάπτυκτα. Θυμάμαι οι πρέσες, που πατούσαν τους δίσκους που κόβαμε τα χρόνια εκείνα, ερχόντουσαν από πολιτισμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Αυστραλία. Όπου τελείωνε η ζωή τους και τα αντικαθιστούσαν με σύγχρονα μηχανήματα, τα παλιά τα στέλνανε στην Ελλάδα. Με τέτοιες συνθήκες, λοιπόν, δουλεύαμε τότε και τα τραγούδια αυτά δεν έχουν ακουστεί όπως πρέπει. Επειδή είναι ωραία λαϊκά τραγούδια ανασκουμπώθηκα για να τα κάνω πιο γνωστά στα αυτιά του κόσμου. Για να τα ξαναθυμηθούν οι παλιοί και να τα μάθουν οι νεότεροι.
Ερ. Στέλιο τι θα έλεγες στους Έλληνες της διασποράς και της ξενιτιάς, για αυτούς τους ανθρώπους που τόσα τραγούδια έχεις πει;
Αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους, που ξεκληρίστηκαν, φεύγοντας από τις αγκαλιές των μανάδων τους και ξενιτεύτηκαν για ένα καλλίτερο αύριο; Θα είμαι σκληρός και ίσως αυτά που θα πω θα είναι λίγο πικρά, αλλά τα λέω με όλη μου την ψυχή και είναι αλήθεια. Δε θέλω να πάθουν ότι έπαθε ο φίλος μου ο Ανδρέας ο Καϊάφας, που έφερε από την Αφρική του κόσμου τα εκατομμύρια και τον ανάγκασαν πρόσφατα να πάρει ο αμάξι του και να το βγάλει από την Ελλάδα. Τους είπε, «Ρε παιδιά το έχω στο συνεργείο, σας παρακαλώ δώστε μου λίγο καιρό θα το πάρω αφού θέλετε να με διώξετε». Του είπανε «Όχι. Πρέπει να φύγει το αμάξι» και αυτός τους απάντησε «Μα είναι χαλασμένο. Είναι στο συνεργείο. Να σας φέρω τα επίσημα χαρτιά από την αντιπροσωπεία». Του είπαν, όχι. Το αμάξι όμως έμεινε εδώ γιατί δεν ήτα ν σε θέση να κινηθεί. Είχε πάθει ατύχημα. Αυτοί τίποτε! Του πήραν 850.000 δρχ, για είκοσι μέρες που έμεινε επιπλέον στην Ελλάδα κλεισμένο στο συνεργείο. Είναι πάρα πολύ λυπηρό. Έτσι φέρονται οι πολιτικοί μας στους έλληνες του εξωτερικού. Αυτά που είπα να σκεφτούν πάρα πολύ καλά, αν αποφασίσουν να έρθουν μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτή η χώρα δεν αναγνωρίζει τα παιδιά της, τα διώχνει πάλι. Αυτά έπαθε, ο φίλος μου ο Ανδρέας και το αμάξι του το χαίρεται η Γαλλία. Δέχθηκε μια ξένη χώρα ελληνικό αυτοκίνητο. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να πω. Να ναι προσεκτικοί. Η Ελλάδα δεν προσφέρεται για τους Έλληνες του εξωτερικού. Δυστυχώς, το λέω με πολύ πίκρα. Αλλά μήπως προσφέρεται για τους Έλληνες του εσωτερικού; Εντάξει, εδώ γίναμε όλοι θηρία, ο ένας τρώει τον άλλον. Οι άλλοι έρχονται από πολιτισμένες χώρες και λένε «Σιγά! Τι γίνεται εδώ; Ζούγκλα είναι;» Εγώ όμως τους λέω ότι στη ζούγκλα υπάρχουν νόμοι, υπάρχει ο νόμος του ισχυρού. Η τίγρης σέβεται το λιοντάρι, το πιο κάτω σέβεται την τίγρη και ούτω καθεξής. Εδώ ότι του κατέβει του καθενός στο μυαλό κάνει και λέει. Αυτά είναι πράγματα απαράδεκτα, να μην μπω σε λεπτομέρειες. Χονδρικά η Ελλάδα είναι ένα ξέφραγο αμπέλι. Όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει κάνει ότι θέλει… Ανεξέλεγκτα τα πάντα, δεν υπάρχουν νόμοι, δεν υπάρχει τίποτα, είναι όλα σάπια, μυρίζουν σηψαιμία, πτωμαΐνη… Εγώ θα φύγω και θα μεταναστεύσω στο εξωτερικό…
Επισημάνσεις:
Eρ. Στο ξεκίνημα της καριέρας σου, πόσο καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Στέλιος Χρυσίνης;
Ο Στέλιος Χρυσίνης υπήρξε ο δάσκαλός μου. O άνθρωπος αυτός με δίδαξε τις τεχνικές του τραγουδιού, τις αναπνοές, την ορθοφωνία και το παράπονο. Επειδή ήταν τυφλός το είχε το παράπονο, αυτό που έχουν όλοι αυτοί που δε βλέπουν. Μου δίδαξε τον πόνο στα τραγούδια, γιατί όλα όσα έγραφε ήταν πονεμένα. Ο πρώτος μου, λοιπόν, διδάξας του πόνου – εκτός απ’ τη γιαγιά μου που κληρονόμησα τη φωνή της και ήταν θα το ξαναπώ η πρώτη μοιρολογίστρα της Τουρκίας – ήταν αυτός… που μου θύμισε ότι από μέσα μου έχω να βγάλω κάτι. Αυτός με δίδαξε τον πόνο και γενικά τις τεχνικές του τραγουδιού. Του χρωστάω πάρα πολλά.
Ερ. Πέρασες δύσκολα παιδικά χρόνια, τα σημερινά παιδιά είναι σε καλύτερη μοίρα από τότε;
Τα σημερινά παιδιά!!! Εγώ λατρεύω τα παιδιά που μοχθούν για να βγάλουνε τον επιούσιο. Τι να πω για αυτά, που καρφώνουν τα μαύρα γυαλάκια στο κούτελο και οδηγούν τα αυτοκίνητα του μπαμπά και ταλαιπωρούν – θα το ξαναπώ για δεύτερη φορά – ταλαιπωρούν όλον τον κόσμο. Πεζούς και οδηγούς. Νομίζουν πως είναι δικά τους όλα… Δικοί τους οι δρόμοι, δικά τους τα φανάρια. Ασέβεια… Τρέχουνε και δε σέβονται τους νόμους της οδήγησης. Προσπερνάνε απαράδεκτα, και στο τέλος ξέρουμε που καταλήγουν. Ή ανάπηροι ή σκοτώνονται. Ήθελα να πω σ’ αυτά τα παιδιά να είναι πιο προσεκτικά και να σέβονται λίγο τους συνανθρώπους τους και έτσι θα σέβονται τον εαυτό τους. Κατά τα άλλα νομίζω πως περνάνε πάρα πολύ καλά σε σχέση με μας. Εμείς περάσαμε μαρτυρικά νιάτα. Παιδικά χρόνια δεν είχαμε. Κατοχή, δυσκολίες στη συνέχεια κατά την απελευθέρωση, μέχρι να ορθοποδήσει η Ελλάδα, του Χριστού τα πάθη… Το ψωμί το ανοίγαμε και είχε αυτή την.. δεν θυμάμαι πως τη λέγαμε… απ’ τη μπαγιατίλα έβγαζε μια μεμβράνη και το τρώγαμε για να μην το πετάξουμε, γιατί ήταν και ακριβό και δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Τι να λέμε τώρα τα σημερινά παιδιά περνάνε παραδείσια.
Στέλιος Καζαντζίδης, Ανδρέας Καϊάφας και Γιάννης Ευθυμίου |
Ερ. Εδώ στον άγιο Κωνσταντίνο έχει πολλή ηρεμία, είσαι κοντά στη θάλασσα και στο ψάρεμα που τόσο αγαπάς…
Αχ!... Δεν τρώνε τα ψάρια… Δεν ξέρω φέτος είχε τόσες μπουνάτσες και τόσο καλές ημέρες που τα ψάρια όλη την περίοδο του καλοκαιριού ήταν αυγωμένα. Περνούν και την περίοδο της εγκυμοσύνης και δυστυχώς όπως όλα τα πλάσματα σε αυτή τη γη, όταν είναι έτσι, έχουν μια δυσφορία δεν τρώνε καλά, δεν… δεν.. χίλια δεν. Δεν βγάλαμε μια τηγανιά ψάρια έτσι να πιούμε δυο κρασιά με τους φίλους που ερχόντουσαν. Σήμερα είχαμε πάει με τον Ανδρέα τον Καϊάφα να ψαρέψουμε και τελικά πήραμε κάτι ψαράκια που ούτε οι γάτες μας δε χόρτασαν!
Ερ. Ακούγεται ο Στέλιος Καζαντζίδης σήμερα από τα μέσα ενημέρωσης, από τα κρατικά αλλά και από τα ιδιωτικά κανάλια;
Τώρα βρήκες το κουμπί μου. Μου πάτησες τον κάλο που λένε, τις ευαίσθητες χορδές. Λοιπόν, από κρατικά και μη κανάλια… πολλά παράπονα. Τι να λέμε τώρα… Μπορεί να έχω περάσει κάποια χρόνια στη δισκογραφία και γενικά σαν καλλιτέχνης στο τραγούδι, όμως τη φωνή μου τη διατηρώ και μπορώ να πω ότι είναι καλλίτερη από ότι ήταν στα παιδικά μου χρόνια, γιατί τότε μου έλλειπε η πείρα. Υπήρχε φωνή, όμως δύσκολα μπορούσα να την προσδιορίσω και να την κατευθύνω. Σήμερα που έχω ωριμάσει, μου το λένε άλλωστε και οι φίλοι που με ακούνε, είμαι πολύ πιο καλός από ότι ήμουν νεαρός. Τώρα όσον αφορά εάν ακούγομαι ή όχι, θα πω ένα πολύ σημαντικό πράγμα, που με έχει πληγώσει πάρα πολύ και από εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση να τελειώνω με την καλλιτεχνία και γενικά με το τραγούδι και ας με λατρεύει ο κόσμος. Κάποτε από ένα σταθμό της Άμφισσας άκουσα να παίζεται το «Μαζί μας μεγαλώνουν και παιδιά». Χάρηκα γιατί είναι ένα τραγούδι που το πόνεσα. Στη μέση όμως σταμάτησαν… Νόμισα ότι είχαν κάνει λάθος και περίμενα λοιπόν να ακούσω όλη την εκπομπή, να δω μήπως συνεχιστεί το τραγούδι στο πρόγραμμα… Άδικα. Δυστυχώς δεν παίχτηκε ποτέ και θα ήταν ίσως η μοναδική φορά που θα ακουγότανε από το ελληνικό ραδιόφωνο αυτό το αγαπημένο τραγούδι, που μιλάει για την ειρήνη. Να μη ξαναγίνουν πόλεμοι, τα παιδιά να μεγαλώνουν όμορφα και αγαπημένα, χωρίς πόνο. Δεν παίχτηκε και ούτε το έχω ξανακούσει. Κι αυτό είναι ένα παράπονο που κουβαλάω μέσα μου. Όπως και ο «Ελεύθερος», που είναι ένας πολύ μεγάλος δίσκος! Κι αυτός πνίγηκε, όπως όλοι μου οι δίσκοι. Δεν ακούστηκαν, ούτε ακούγονται τα τραγούδια μου. Δε βαριέσαι… Να `ναι καλά ο κοσμάκης, που τα παίρνει αυτά τα χρυσά τραγούδια που λέω και τα βάζει σπίτι του και τα χει σαν εικόνισμα. Τα ακούει όποτε θέλει και αυτό μου είναι αρκετό. Δε βαριέσαι… Ας ακούγονται όλα αυτά τα παιδιά ,που ακούγονται σήμερα από τα ραδιόφωνα και ας είναι όλοι καλά… Εγώ είμαι παντελώς κομμένος από τα ραδιόφωνα, γενικά. Δεν ξέρω, τα τραγούδια μου τα θεωρώ πολύ σημαντικά και πολύ δύσκολα. Εκείνη η Σώτια Τσώτου, αυτή η μεγάλη στιχουργός, που είναι η δεύτερη Παπαγιαννοπούλου λέει πολύ συχνά «Δεν υπάρχουν θέματα που δεν έχει τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γράψουμε τραγούδι που να του αρέσει, να πρωτοτυπήσει να μην έχει μέσα λέξεις απ’ αυτές που έχει πει όλα αυτά τα χρόνια.» Εμένα στόχος μου δεν είναι να ακούγομαι για να χοντρύνω το νυχτερινό μου μεροκάματο, δεν εργάζομαι . Εάν ήθελα να ακούγονται τα τραγούδια μου είναι γιατί είναι διδάγματα και κάπου είναι απαράδεκτο να μην παίζονται στα Ελληνικά ραδιόφωνα. Τα δικά μου τραγούδια είναι καλοσυνάτα, μορφώνουν τα παιδιά, τους βάζουν σε καλό δρόμο, έχουν πάρα πολλά μηνύματα. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που κάποιοι κύριοι, μεθοδευμένα, δε θέλουν να ακούγομαι εγώ, δε θέλουν το καλό λαϊκό τραγούδι, που περνάει τέτοια μηνύματα, για να γίνει η νεολαία όπως τα μούτρα τους, να την κάνουν όπως την έχουν κάνει, να είναι ατίθαση, να παίρνει ναρκωτικά, ξεβρακωσιές, ξετσιπωσιές και ένα σωρό άλλα πράγματα που βλέπουμε και ακούμε. Εγώ έγινα παρείσακτος στα ραδιόφωνα και γενικά σε όλα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν πειράζει να είναι καλά αυτοί οι επιτήδειοι αλλά τι φταίει ο ελληνικός λαός που ακούει αυτές τις αηδίες που γράφουν και λένε;
Υπάρχει κάποιος πάνω στη Θεσσαλονίκη, που αυτός ούτε λίγο ούτε πολύ έβγαλε άχρηστα όλα μου τα τραγούδια και ακόμη είχε το θράσος να πει ότι δεν είμαι Πόντιος! Μου χάλασε δηλαδή και τη ράτσα! Δεν ξέρω μερικοί ίσως ντρέπονται να πουν τη ράτσα τους ή τη γενέτειρα τους. Εγώ είμαι υπερήφανος που είμαι αυτής της ράτσας, άνθρωπος και το έλεγα και το λέω. Το έδειξα δε…τελευταία κάνοντας και δίσκους. Δεν είναι εύκολο ένας, που δεν είναι πόντιος, να τραγουδάει αυτό το είδος. Η ποντιακή διάλεκτος είναι σα μια ξένη γλώσσα. Εάν, λοιπόν, δεν είχα τις ρίζες και δεν ήξερα τα ποντιακά, δε θα μπορούσα να τα μάθω με τίποτα. Τόλμησε λοιπόν αυτός ο κύριος να πει ότι κοροϊδεύω τους Ποντίους και σφετερίζομαι το ποντιακό στοιχείο. Τον κάλεσα, λοιπόν, να έρθει να μοιράσουμε τα λεφτά που κέρδισα από αυτή την ιστορία. Γιατί εγώ αυτή τη δουλειά τη βλέπω σα λειτούργημα και θεωρώ ντροπή αυτά που ειπώθηκαν. Κι αυτό το λέω να το ακούνε κάποιοι τραγουδιστές, που έτυχε να έχουν αυτό το Θείο χάρισμα που λέγεται φωνή κι ότι και να κάνουν φτάνουν να ζητάνε τόσα εκατομμύρια… Εκατομμύρια για να τους ακούσει ο κοσμάκης…Είναι ντροπή, το λέω με πολύ αγανάκτηση. Τέλος πάντων για να μην ξεχάσω από κει που ξεκίνησα, ο κύριος αυτός από τη Θεσσαλονίκη λέγεται Θεοδωρίδης. Για να δεις λοιπόν πόσο με τιμά η πολιτεία αυτός που ήταν θυρωρός στο κανάλι 3 της Θεσσαλονίκης από τότε που με έβρισε, τον παρασημοφόρησαν και τον έκαναν καλλιτεχνικό διευθυντή του καναλιού. Έχει δε και ένα άλλο αξίωμα., νομίζω σχετικά με τους Έλληνες μετανάστες, που έρχονται απ’ έξω. Ρώτησα λοιπόν και έμαθα γιατί αυτός ο κύριος έχει τόσο μένος μαζί μου αφού ούτε τον ξέρω ούτε τον πείραξα ποτέ. Έμαθα λοιπόν, ότι έχει γράψει το τραγούδι «Στη Μακεδονία του καλού καιρού, γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου κτλ… Είχε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά και στο μάγουλό της μια μαύρη ελιά..». Δεν ξέρω το τραγούδι αυτό δεν άρεσε στον κοσμάκη και δεν έγινε σουξέ όσο και αν το έπαιξαν και το παίζουν τα ραδιόφωνα, γιατί μόνον εγώ το έχω ακούσει τουλάχιστο 200 φορές. Δεν είναι εύκολο να βάλεις στην ψυχή του κόσμου ένα τραγούδι, όταν δεν του αρέσει κάτι. Δεν του το περνάς το μήνυμα όσο πλύση εγκεφάλου και να του κάνεις εκτός βέβαια από αυτές τις αηδίες που παίζουν σήμερα και βάζουν α αγόρια τώρα και δείχνουν τα βυζιά τους απευθυνόμενοι στα μικρά παιδιά… Οι μεγάλοι άνθρωποι, που έχουν λίγη νοημοσύνη και λίγη σωφροσύνη μέσα τους δεν τα δέχονται αυτά τα τραγούδια. Το τραγούδι αν δε φέρνει δάκρυα στα μάτια πρέπει έστω κάτι να λέει. Για το Θεό! Φαίνεται πως το τραγούδι αυτό το συγκεκριμένο που λέω δεν είχε κάτι τέτοιο και δεν τα’ αγάπησε ο κόσμος. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια σε αυτή την ιστορία γιατί θα τον τιμούσα με αυτό το πράγμα. Αλλά όταν από τα ίδια τα κρατικά κανάλια ακούς να βρίζουν τον Καζαντζίδη και όχι μόνο δεν του τράβηξαν το αυτί αλλά τον παρασημοφόρησαν κιόλα, κάπου σε παίρνει το παράπονο και λες : άει στο διάολο, άει στο διάολο και πανάθεμα τη χώρα που γεννήθηκα… Και το είπα και θα το ξαναπώ και τώρα σ’ όλους για ακόμα μια φορά ότι τα κόκαλά μου θα σαπίσουν αλλού… Αλλού θα γίνουν στάχτη και όχι στην Ελλάδα γιατί με πίκρανε πάρα πολύ αυτό το βρωμερό καθεστώς, που υπάρχει εδώ και χρόνια. Βάλλουν κατά του λαϊκού τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι είναι τι να πω δεν ξέρω, δε βρίσκω λόγια να εκφραστώ…
Ερ. Τροφή για τον κοσμάκη;
Ακριβώς και βάλε… Το ψωμί του κόσμου. Αυτά τα λόγια τα σοφά, που λέμε και ο τρόπος τους δεν πρέπει να ακούγονται; Τι ζητάμε; Να αυξήσουμε το νυχτερινό μας μεροκάματο, να πάρουμε κότερα και κούρσες πολυτελείας; Το αμάξι μου είναι δεκαετίας. Δε με νοιάζει. Τη δουλειά μου να κάνω και να μπορώ να πάω σπίτι μου τίποτα άλλο. Πίκρα μόνο πίκρα…
Ερ. Το πρώτο σου μεροκάματο μεταφραζόταν σε ένα πιάτο φαγητό. Κεμπάπ συκωτάκια με τηγανητές πατάτες. Τι σου θυμίζει εκείνη η εποχή;
Αααα!!! Βέβαια, στην ταβέρνα του Τηλέμαχου, του γείτονά μου. Βέβαια τότε δεν υπήρχαν μεροκάματα, δουλεύαμε όλη τη νύχτα. Δεν ήταν όμως ακόμα η κυρίως δουλειά μου το τραγούδι. Τότε εργαζόμουν σε ένα κλωστοϋφαντουργείο, μέσα σε ένα καζάνι όλη μέρα. Ματσακόνισμα με κάτι ειδικά σφυράκια. Τα ακονίζαμε και σπάζαμε τα άλατα, που μάζευε το νερό σ’ αυτά τα καζάνια που τα βάζουν και βράζουν, για να βγάλουν ατμό και να βάψουν τις κλωστές. Τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα, πηγαίναμε στην ταβέρνα του Τηλέμαχου και τραγουδούσαμε. Η αμοιβή μας ήταν τας κεμπάπ, ήταν τότε στην ημερήσια διάταξη, ρετσίνα κρασί καμιά φέτα και καμιά πατάτες τηγανητές. Τρώγαμε και πίναμε όλη τη νύχτα και διασκεδάζαμε τον κόσμο χωρίς ιδιαίτερη αμοιβή. Ούτε κι η ταβέρνα έβαζε τίποτα επιπρόσθετο στις τιμές των προϊόντων που πούλαγε, για να μας δώσει κάποια χρήματα.
Ερ. Το καλοκαίρι του 1953 συνεργάζεσαι με τον Απόστολο τον Καλδάρα στην Κολούμπια. Τι θα μας πεις για αυτόν;
Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν μια πολύ μεγάλη φυσιογνωμία στο λαϊκό τραγούδι. Έγραψε – αυτό άλλωστε είναι γνωστό - από τα ωραιότερα τραγούδια τα οποία έχουν μείνει στην ιστορία. Τραγουδήθηκαν, τραγουδιούνται και θα τραγουδιούνται όσο υπάρχει Ελληνισμός. Ο Καλδάρας ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Κρίμα που έφυγε νωρίς. Είχε και μόρφωση μουσική, δεν ήταν ο καθαρά πρακτικός ήταν και θεωρητικός. Ε!!! Έπαιζε και μπουζουκάκι αλλά είχε και μεγάλες γνώσεις στην επιλογή του στίχου. Είχε μεγάλες διασυνδέσεις με την Ευτυχία την Παπαγιαννοπούλου και πολλές συνεργασίες. Είχε και ένα Σαμολαδά – νομίζω ότι είχε κάποια συγγένεια μαζί του – και είχαν κάνει και με αυτόν ωραία τραγούδια. Σε γενικές γραμμές ήταν «Ο» συνθέτης.
Ερ. Αρκετά τραγούδια σου είναι σε στίχους Βίρβου και μουσική Δερβενιώτη. Μίλησε μας λίγο για αυτήν την συνεργασία σου.
Να θυμηθώ μόνο τις καλές στιγμές γιατί κάπου οι άνθρωποι ξεχνάνε πάρα πολύ γρήγορα. Κάποια ωραία χρόνια που ζήσαμε με ορισμένους και σαν φίλοι, και σαν συνεργάτες πέρασαν. Κάπου όμως κάνανε κάτι λάθη τα οποία δε θα έκανα εγώ ούτε κι αν ήμουνα 10 χρονών. Δε βαριέσαι τους αγαπώ και τους συγχωρώ για ότι είπαν για εμένα. Δε βαριέσαι.. Να ναι καλά όλοι τους.
Ερ. Το 1957 στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης γνωρίζεις τη Μαρινέλλα από το Στέλιο τον Ζαφειρίου…
Όχι, δεν τη γνώρισα από το Στέλιο το Ζαφειρίου. Πήγα στη Θεσσαλονίκη να τον δω γιατί είχαμε συνεργαστεί λίγο. Εκεί δούλευε ο Τόλης ο Χάρμας, στο ντουέτο το Ντούο Χάρμα. Μαζί τους ήταν και η Μαρινέλλα σαν τραγουδίστρια. Τραγουδούσε βέβαια σε ένα στρατιωτικό θέατρο, αλλά σ’ αυτό το κέντρο ήταν πάρα πολύ καινούρια, έκανε το ντεμπούτο της που λέμε. Ξεκινούσε σε λαϊκά πάλκα… Το βράδυ λοιπόν, πήγα να δω τον Ζαφειρίου και την άκουσα που τραγουδούσε. Ήρθε στο τραπέζι μου μετά από λίγο και μου είπε κάτι πάρα πολύ περίεργο, μου λέει «Απόψε ο Τόλης δεν είπε κάποια τραγούδια που είχε προγραμματισμένα και μου φαίνεται πως η παρουσία σου εδώ σε κάτι τον εμπόδισε.». Δεν ξέρω αν ζει, αν υπάρχει ακόμα ο Χάρμας αλλά τώρα ας μην τα αναφέρουμε αυτά. Άκουσα, λοιπόν, εκείνο το βράδυ την Μαρινέλλα να τραγουδάει το «Αγαπώ μια τσιγγάνα με λυγερό κορμί/ που χει αμύγδαλα τα μάτια και τη γλύκα στο φιλί. Την ελένε Μαρινέλλα κι είναι η πρώτη κατσιβέλα.». Εκεί έγινε η γνωριμία μας. Και αμέσως δεθήκαμε. Μας έδεσε και το ψάρεμα γιατί μου είπε ότι ο μπαμπάς της είχε βάρκα – ήταν ψαράς δηλαδή – και το πρωί πήγαμε για ψάρεμα… Έτσι άρχισε το ειδύλλιο. Ήταν νομίζω τότε στα 16 πήγαινε στα 17 και εγώ πρέπει να ήμουν εικοσιπεντάρης.
Ερ. Φανερώνεις τα χρόνια σας τώρα!
Ε ναι, έχουμε κάποια οκτώ – εννέα χρόνια διαφορά. Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τη Μαρινέλλα. Μετά ξεκινήσαμε κάναμε κάτι πρόβες μαζί, χωρίς να υπάρχει κάποιο πρόγραμμα ότι θα δουλέψουμε κάπου. Πλησίαζε η περίοδος της έκθεσης κι ήρθαν απ’ την Αθήνα κάποιοι συνεργάτες μου και μου είπαν να δουλέψουμε στη Θεσσαλονίκη την περίοδο της έκθεσης. Έτσι και έγινε. Αυτό ήταν το πρώτο μας ξεκίνημα. Πήρα εγώ ένα μαγαζί σαν επιχείρηση το γνωστό «Λουξεμβούργο» και δουλέψαμε εκεί μαζί με τη Μαρινέλλα. Μόλις τελειώσαμε κατεβήκαμε στην Αθήνα και άρχισαν οι επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη. Πρώτος διδάξας ο Γιώργος Μητσάκης. Το πρώτο τραγούδι του, που είπαμε ήταν δικό του με τίτλο «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ». Επακολούθησε σωρεία τραγουδιών.
Ερ. Είναι σίγουρη η συνεργασία σου με τη Μαρινέλλα σε συναυλίες την άνοιξη, ξεκινώντας από το Παρίσι και ότι ο κύριος Ανδρέας Καϊάφας είναι ο εμπνευστής και ο υπεύθυνος για αυτό που οι απανταχού Έλληνες περιμένουν τόσα χρόνια;
Ο Ανδρέας είναι το alter ego μου, είναι ο αδελφός μου, είναι ο μόνος διευθυντής δισκογραφικής, που αγάπησε το τραγούδι περισσότερο από όσο του άξιζε. Κυρίως όμως εμάς τους καλλιτέχνες. Το πλήρωσε το τίμημα όμως… Ο Ανδρέας Καϊάφας ήταν η αιτία που ακούγομαι εδώ και 5-6 χρόνια ακόμα στην Ελλάδα. Θα είχα τελειώσει από το τραγούδι, γιατί τα προβλήματα με την πρώην εταιρεία μου είναι γνωστά σε όλους του Έλληνες και πιστεύω να το θυμούνται. Βρέθηκε το καλό παιδί, ο αφελής, ο ρομαντικός - έτσι τον λέω - Έλληνας, που ήρθε από την Αφρική με πολλά λεφτά, που τα έκανε εκεί, με τον πόθο να κάνει δισκογραφική εταιρεία. Εγώ του είπα να μην ασχοληθεί με τη δισκογραφία γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη δουλειά και ότι οι καλλιτέχνες έχουν πολλές ιδιομορφίες. Βεντετίζουν, είναι ασυνεπείς, η αξία κάποιου είναι 1000 δραχμές αλλά ζητάει 100.000… Του λέω λοιπόν θα συναντήσεις πολλά παράλογα και θα απογοητευθείς, για αυτό σε παρακαλώ, μη συνεχίσεις αυτή τη δουλειά. Υπάρχουν πάρα πολλές δουλειές στην Ελλάδα να κάνεις. Αυτός όμως επιμένει και μου λέει, «εγώ την αγαπάω αυτή τη δουλειά.». Τέλος πάντων με αυτόν τον άνθρωπο, γράψαμε μια πάρα πολύ ωραία ιστορία. Δηλαδή έχουμε κάνει 6 – 7 δίσκους, μεταξύ των οποίων και δυο ποντιακούς, οι οποίοι νομίζω είναι όλοι πάρα πολύ καλοί και επιτυχημένοι. Με αυτόν τον άνθρωπο, ευχαρίστως ξαναβγαίνω στη δημοσιότητα, να κάνω ζωντανές εμφανίσεις.
Ερ. Και με τη Μαρινέλλα μαζί;
Και αυτό είναι αλήθεια. Δεν είχα ποτέ τίποτα μαζί της, Μπορεί να μην τα βρήκαμε σαν σύζυγοι αλλά είμαστε φίλοι όλα αυτά τα χρόνια, βλεπόμαστε. Τρώμε μαζί πολλές φορές και κρυφά από σας τους δημοσιογράφους, που ψάχνετε για τέτοια σκάνδαλα. Κάπου, νομίζω ότι και αυτή θέλει να τελειώνει από αυτή τη δουλειά. Δεν ξέρω, δεν τη ρώτησα αλλά εγώ πάντα σκέφτομαι να τελειώσω την καριέρα μου με τη Μαρινέλλα. Είναι ο άνθρωπος με τον οποίο έχω γράψει μια πολύ μεγάλη ιστορία στο λαϊκό τραγούδι, αυτά άλλωστε είναι γνωστά. Η Μαρινέλλα έκανε καριέρα και μόνη της, άξια. Είναι ανατολίτισσα από γονείς πρόσφυγες και μέσα της υπάρχει αγάπη για το λαϊκό τραγούδι. Νομίζω θα ‘ ναι πάρα πολύ ωραία να τελειώσω έτσι εγώ. Δεν ξέρω αν η ίδια θα συνεχίσει αλλά θέλω να τελειώσουμε μαζί αυτή την ωραία διαδρομή που γράψαμε, στον τομέα του τραγουδιού. Αυτή την τίμια διαδρομή, την ειλικρινή, χωρίς κερδοσκοπίες, χωρίς να αποβλέπει σε τίποτα ιδιαίτερα συμφέροντα.
Ερ. Μια και μιλάμε για δουλειές και για δίσκους, εκτός από τις συναυλίες σκοπεύεις να κάνετε και κανέναν καινούργιο δίσκο;
Ναι υπάρχει στο πρόγραμμα και ο τελευταίος δίσκος, που θέλω να κάνω. Ένας διπλός μεγάλος δίσκος με 24 χορταστικά τραγούδια, πολύ προσεγμένα. Έτσι να κλείσω την καριέρα μου επάξια με το όνομα και με την αγάπη που μου έχει ο κόσμος. Θα γίνει ένας τέτοιος δίσκος ασφαλώς εγώ θα το ήθελα πολύ να συμμετέχει και η Μαρινέλλα. Βεβαίως δεν τη ρώτησα εάν οι υποχρεώσεις της, την αφήσουν – γιατί ανήκει σε μια πολύ εχθρική εταιρεία για εμένα, αυτή που με βασάνισε όλα αυτά τα χρόνια και εάν θα της επιτρέψει ο κύριος αυτός να ξανατραγουδήσει μαζί μου. Τώρα βέβαια ακούω ότι θα φύγει και αυτή από κει. Εύχομαι να μπορέσει να καθαρίσει και να κάνουμε μαζί αυτόν τον πολυπόθητο δίσκο που πολύς κόσμος τον περιμένει.
Ερ. Είναι ώρα να μας πεις για τον καινούριο δίσκο που έκανες πρόσφατα, που είναι δώδεκα τραγούδια σε επανεκτέλεση.
Γιάννης Ευθυμίου - Στέλιος Καζαντζίδης |
Ερ. Στέλιο τι θα έλεγες στους Έλληνες της διασποράς και της ξενιτιάς, για αυτούς τους ανθρώπους που τόσα τραγούδια έχεις πει;
Αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους, που ξεκληρίστηκαν, φεύγοντας από τις αγκαλιές των μανάδων τους και ξενιτεύτηκαν για ένα καλλίτερο αύριο; Θα είμαι σκληρός και ίσως αυτά που θα πω θα είναι λίγο πικρά, αλλά τα λέω με όλη μου την ψυχή και είναι αλήθεια. Δε θέλω να πάθουν ότι έπαθε ο φίλος μου ο Ανδρέας ο Καϊάφας, που έφερε από την Αφρική του κόσμου τα εκατομμύρια και τον ανάγκασαν πρόσφατα να πάρει ο αμάξι του και να το βγάλει από την Ελλάδα. Τους είπε, «Ρε παιδιά το έχω στο συνεργείο, σας παρακαλώ δώστε μου λίγο καιρό θα το πάρω αφού θέλετε να με διώξετε». Του είπανε «Όχι. Πρέπει να φύγει το αμάξι» και αυτός τους απάντησε «Μα είναι χαλασμένο. Είναι στο συνεργείο. Να σας φέρω τα επίσημα χαρτιά από την αντιπροσωπεία». Του είπαν, όχι. Το αμάξι όμως έμεινε εδώ γιατί δεν ήτα ν σε θέση να κινηθεί. Είχε πάθει ατύχημα. Αυτοί τίποτε! Του πήραν 850.000 δρχ, για είκοσι μέρες που έμεινε επιπλέον στην Ελλάδα κλεισμένο στο συνεργείο. Είναι πάρα πολύ λυπηρό. Έτσι φέρονται οι πολιτικοί μας στους έλληνες του εξωτερικού. Αυτά που είπα να σκεφτούν πάρα πολύ καλά, αν αποφασίσουν να έρθουν μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτή η χώρα δεν αναγνωρίζει τα παιδιά της, τα διώχνει πάλι. Αυτά έπαθε, ο φίλος μου ο Ανδρέας και το αμάξι του το χαίρεται η Γαλλία. Δέχθηκε μια ξένη χώρα ελληνικό αυτοκίνητο. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να πω. Να ναι προσεκτικοί. Η Ελλάδα δεν προσφέρεται για τους Έλληνες του εξωτερικού. Δυστυχώς, το λέω με πολύ πίκρα. Αλλά μήπως προσφέρεται για τους Έλληνες του εσωτερικού; Εντάξει, εδώ γίναμε όλοι θηρία, ο ένας τρώει τον άλλον. Οι άλλοι έρχονται από πολιτισμένες χώρες και λένε «Σιγά! Τι γίνεται εδώ; Ζούγκλα είναι;» Εγώ όμως τους λέω ότι στη ζούγκλα υπάρχουν νόμοι, υπάρχει ο νόμος του ισχυρού. Η τίγρης σέβεται το λιοντάρι, το πιο κάτω σέβεται την τίγρη και ούτω καθεξής. Εδώ ότι του κατέβει του καθενός στο μυαλό κάνει και λέει. Αυτά είναι πράγματα απαράδεκτα, να μην μπω σε λεπτομέρειες. Χονδρικά η Ελλάδα είναι ένα ξέφραγο αμπέλι. Όποιος θέλει μπαίνει, όποιος θέλει βγαίνει κάνει ότι θέλει… Ανεξέλεγκτα τα πάντα, δεν υπάρχουν νόμοι, δεν υπάρχει τίποτα, είναι όλα σάπια, μυρίζουν σηψαιμία, πτωμαΐνη… Εγώ θα φύγω και θα μεταναστεύσω στο εξωτερικό…
Επισημάνσεις:
- Ο τίτλος του τραγουδιού, που αναφέρεται ως "Μαζί μας μεγαλώνουν και παιδιά", είναι "Για τα παιδιά". Είναι ένα τραγούδι σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους Σώτιας Τσώτου.
- To τραγούδι "Για μπάνιο πάω" κυκλοφόρησε στα 1952 και είναι το πρώτο τραγούδι στην καριέρα του Στέλιου Καζαντζίδη.
2 σχόλια:
Η αναφορά στην Σώτια Τσώτου με έκανε να θυμηθώ ότι είναι κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη στιχουργός που ανέφερε τον Καζαντζίδη σε ένα τραγούδι της.Πρόκειται για το "Χριστούγεννα" και βρίσκεται στον δίσκο "Αν ήμουν πλούσιος" με ερμηνευτή τον Δώρο Γεωργιάδη.Στο ρεφραίν λέει: "άστον να μετρά τον μπεχλιβάνη/βαλ' τον Καζαντζίδη δυνατά/γιόμισε το σπίτι ανθρωπομάνι/παίζουνε τους μάγους τα παιδιά/Όμορφη βραδυά/Δόξα Παναγιά".Στον ίδιο δίσκο υπάρχει και ένα τραγούδι αφιερωμένο στον Μάρκο Βαμβακάρη, με τον τίτλο "Καληνύχτα".Αλλά μια που τα λέμε όλα αυτά, πώς θα σας φαινότανε ένα αφιέρωμα στους στιχουργούς που έγραψαν τραγούδια όχι για τον Καζαντζίδη, αλλά "με" τον Καζαντζίδη ως μοτίβο στους στίχους τους;
stelara μεγαλε απο τα τραγουδια σου μεχρι τις λεξεις σου μεγιστος...
Δημοσίευση σχολίου