Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Ο Λάκης Ξανθόπουλος για τον Στέλιο Καζαντζίδη (Μέρος πρώτο)

Πορτρέτο του Στέλιου Καζαντζίδη
σε ξύλο από τον Λάκη Ξανθόπουλο
(Πυρογραφία)
Ο Λάκης Ξανθόπουλος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1944. Σπούδασε σχέδιο - ως διακοσμητής - στη Σχολή Δημητρέλη. 

Συνάντησε την ιδιαίτερη καλλιτεχνική του κλίση στη βυζαντινή εικονογραφία και αργότερα - στη δεκαετία του '90 - στην πυρογραφία. Η πυρογραφία είναι μέθοδος διακόσμησης επιφανειών, με χάραξη με πυρωμένη μεταλλική ακίδα. 

Όπως μας λέει ο ίδιος, "η πυρογραφία είναι μία μορφή τέχνης που στην πρακτική της εφαρμογή, παρουσιάζει πολλές δυσκολίες με κυριότερη την αποφυγή λάθους, γιατί ό,τι καίγεται δεν επανέρχεται στην αρχική του μορφή και το λάθος δεν διορθώνεται. Λάθος ίσον πέταμα... και πάλι από την αρχή". 

Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό (Οξφόρδη, Λονδίνο, Ντουμπάι). Ο ίδιος προσπαθεί να μεταδώσει τη γνώση της τεχνικής από την εμπειρία του, παραδίδοντας μαθήματα και σεμινάρια σε Ελλάδα και Κύπρο.

Ανάμεσα στις θεματικές που τον έχουν απασχολήσει είναι και τα πορτρέτα λαϊκών καλλιτεχνών της ελληνικής μουσικής παράδοσης. 

Όπως μας εξηγεί παρακάτω, προτιμά να εργάζεται σε ξύλα λεύκας για τη φωτεινότητα τους και την απαλή τους υφή. Δημιουργεί έργα κατα παραγγελία ή αυθόρμητα, βασισμένος σε φωτογραφίες ή και στη δική του εμπνευση. Σε κάθε περίπτωση, κάθε του έργο είναι μοναδικό.

Πορτρέτα του Λάκη Ξανθόπουλου βρίσκονται σε μόνιμη έκθεση και κοσμούν τη μουσική ταβέρνα "ΡΟΣΙΝΙΟΛ" στην Θεσσαλονίκη αλλά και στη Λευκωσία, τη μουσική ταβέρνα "Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ".

Ο Λάκης Ξανθόπουλος - ξάδερφος το γνωστού ηθοποιού Νίκου Ξανθόπουλου - υπήρξε παράλληλα επαγγελματίας λαϊκός τραγουδιστής από τις αρχές της δεκαετίας του 60’ μέχρι το 1974 με συνεργασίες και εμφανίσεις σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. 

Σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη και συμμετέχει στο μουσικό σύνολο "Λαϊκή Συνωδεία" (που ίδρυσε με τον γιό του Παναγιώτη ο οποίος πλέον ζει και εργάζεται στην Κύπρο) μαζί με τον Γιώργο Βαρτσάκη στην κιθάρα, τον Φώτη Ιωαννίδη στο μπουζούκι και τον Άκη Σταυρίδη στο ακορντεόν πραγματοποιώντας εμφανίσεις σε λαϊκά στέκια και ταβερνάκια. 

Ο Λάκης Ξανθόπουλος,  λοιπόν, μοιράστηκε μαζί μας πορτρέτα του Στέλιου Καζαντζίδη που πυρογράφησε ο ίδιος μαζί με ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο εισαγωγή στην τέχνη της πυρογραφίας.

Ακόμα μοιράστηκε μαζί μας ένα κείμενο που περιγράφει την προσωπική και βιωματική του σχέση με την "υπόθεση" Καζαντζίδη (όντας κι ο ίδιος ένας από τους τραγουδιστές που στήριξαν - και συνεχίζουν να το κάνουν - το ρεπερτόριο του Στέλιου Καζαντζίδη) και θα δημοσιεύσουμε σε επόμενη δημοσίευση.

Νίκος και Λάκης Ξανθόπουλος
Από αριστέρα Νίκος Πετσάνης, Νίκος Ξανθόπουλος και Λάκης Ξανθόπουλος
στην ΜΠΑΡΜΠΑΡΕΛΑ (Θεσσαλονίκη 1970)

Πυρογραφία: Μία γνωριμία με την τέχνη και την τεχνική 

Η πυρογραφία είναι μία μορφή τέχνης που στην πρακτική της εφαρμογή, παρουσιάζει πολλές δυσκολίες με κυριότερη την αποφυγή λάθους, γιατί ό,τι καίγεται δεν επανέρχεται στην αρχική του μορφή και το λάθος δεν διορθώνεται. Λάθος ίσον πέταμα... και πάλι από την αρχή. Όπως υποδηλώνει και η ονομασία, είναι η δια πυρός γραφή. Βέβαια η γνώμη μου είναι, επειδή δεν γίνεται με το “πυρ” (φωτιά), αλλά με το αποτέλεσμά του, δηλαδή της πύρωσης του σιδήρου, θα έπρεπε να γράφεται με ωμέγα, δηλαδή πυρωγραφία , γιατί είναι αποτέλεσμα της δια πύρωσης γραφής. 

Ο πυρογράφος αποτελείται από έναν μετασχηματιστή (220 V) με υποδοχή για ένα καλώδιο, το οποίο είναι συνδεδεμένο με ένα πλαστικό αντικείμενο σε στυλ στυλό, που στην άκρη του βιδώνονται διάφορες βελόνες μεταλλικές, διαφορετικών καταλήξεων. Ο μετασχηματιστής, έχει την δυνατότητα τροφοδοσίας ρεύματος (8 - 10 -12 V) ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδίου. 

Είναι δύσκολη τέχνη γιατί προϋποθέτει απόλυτη προσήλωση, υπομονή, σταθερότητα χεριού και πολλή σκέψη πριν την πράξη. Δεν έχει σχέση με καμία άλλη τέχνη (και μόνο ότι απαγορεύεται το λάθος τα λέει όλα). Στη ζωγραφική, όσα λάθη και να γίνουν στο σχέδιο και στο χρώμα καλύπτονται και διορθώνονται, ενώ στην πυρογραφία αυτό είναι απαγορευτικό. 

Πορτρέτο του Στέλιου Καζαντζίδη σε ξύλο
από τον Λάκη Ξανθόπουλο
(Πυρογραφία)
Η κλασική κύρια βελόνα είναι στην άκρη της μυτερή και θυμίζει υνί που χαράσει το χώμα, δηλαδή οργώνει. Αυτή η βελόνα, θερμαινόμενη, εισχωρεί στο ξύλο (επιλέγονται κυρίως φλαμουριά ή κόντρα πλακέ λεύκας γιατί είναι μαλακά και πιο καθαρά από άλλα είδη ξύλων) και γι΄αυτό δεν έχει τη δυνατότητα ευκινησίας όπως ένα μολύβι ή ένα στυλό που γράφουν μόνο στην επιφάνεια. Με την βελόνα αυτή π.χ δεν μπορείς να κάνεις ένα κύκλο ή έστω μία μικρή κυκλική γραμμή, γιατί εφόσον χαράσει η δυνατότητά κίνησής της είναι μόνο προς τα εμπρός, οπότε σε περίπτωση κυκλικής γραφής μετακινείται το ξύλο.

Βέβαια αυτή είναι η παλιά μέθοδος και αυτή με συνεπαίρνει, γιατί είναι δύσκολη. Στην πορεία του χρόνου έχουν επινοηθεί κι άλλες βελόνες, πιθανόν με στρογγυλή μύτη και μικρότερη θερμότητα για να μπορούν να γράφουν επάνω σε υφάσματα και σε άλλου είδους υλικά. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρουν αυτές οι πρακτικές, γιατί η γοητεία της κάθε τέχνης είναι ο βαθμός δυσκολίας. Εκεί πιστεύω βρίσκεται η ικανοποίηση της επιτυχίας. 

Από μικρός ασχολήθηκα με τη ζωγραφική και κατόπιν με την αγιογραφία και μου άρεσε περισσότερο το σχέδιο με το μολύβι, γιατί εκεί έπρεπε με ένα χρώμα (το μαύρο του μολυβιού) να αποδώσεις όλες τις αποχρώσεις για να δημιουργηθούν οι σκιές. Αυτό όμως στην πάροδο του χρόνου έγινε ρουτίνα και έσβηνε το πάθος. Υπήρχε η απόλυτη ευκολία και καταντούσε ένα από τα ίδια στη σωρό. Ώσπου γνώρισα την πυρογραφία μέσα από ένα συγκάτοικο της εξοχής, ταξίαρχο Κώστα Γουρλή, ο οποίος μου έδειξε διάφορα έργα του. Έμέινα κατάπληκτος από την τεχνική της τέχνης αυτής. Έτσι γράφτηκα στο τμήμα πυρογραφίας στην Χ.Α.Ν.Θ όπου δίδασκε ο αντικείμενο ο κ. Γουρλής. 

Ενώ πήγα εκεί βασιζόμενος στην εμπειρία μου στην ζωγραφική, ξαφνικά βρέθηκα στο πουθενά, όταν κατάλαβα ότι η βελόνα δεν πήγαινε όπου ήθελα και ένιωσα τέτοια ντροπή, γιατί νόμιζα ότι θα ήταν κάτι εύκολο. Βέβαια η πρόκληση της δυσκολίας ισορρόπησε την κατάσταση. Έκτοτε, μπήκε στη ζωή μου αυτή η “δοκιμασία”, η οποία κατέστη κάτι ιδιαίτερο για μένα, χωρίς να υποδηλώνει αυτό εγωισμό. 

Όλα αυτά με οικογένεια με τρία παιδιά στο σχολείο, με δύο καταστήματα που περνούσαν όλα από τα χέρια τα δικά μου και της συζύγου, λόγω του ότι είχαμε προσωπική βιοτεχνία ενδυμάτων για τροφοδοσία των καταστημάτων και όλη η ημέρα, μέχρι δέκα η ώρα το βράδυ, ήταν καλυμμένη από αυτές τις υποχρεώσεις. Μετά από τέτοια κούραση, “ξεκουραζόμουν“ ασχολούμενος με την πυρογραφία μέχρι τις τρείς ή τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα. Τέτοιο ήταν το πάθος μου για αυτή την τέχνη. Αλλά και εδώ δεν έφτανε η χαρά της δημιουργίας, ούτε η μυρωδιά του καμένου κοντραπλακέ της λεύκας που με μεθούσε. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να προχωρήσω την απλή πυρογραφία σε ζωγραφική, δηλαδή πυρο-ζωγραφική, να μπορώ να αποδώσω περισσότερο τις λεπτομέρειες και τις σκιάσεις. 

Πορτρέτο του Στέλιου Καζαντζίδη σε ξύλο
από τον Λάκη Ξανθόπουλο
(Πυρογραφία)
Τελικά με έναν συνδυασμό διαφόρων βελονών το κατάφερα αρχίζοντας με άλογα, γιατί σου δίνουν την δυνατότητα να εκφραστείς καλύτερα, επειδή και το σώμα τους και το κεφάλι τους έχουν μία ιδιαιτερότητα σε σχέση με τα άλλα ζώα. 

Μετά την - κατ’ εμέ - επιτυχία να απλώσω την γκάμα των αποχρώσεων του χρώματος του καψίματος, δηλαδή του καφέ, αποφάσισα να ασχοληθώ με τα πρόσωπα δηλαδή την δυσκολότερο αντικείμενο της ζωγραφικής. Όλα τα άλογα σχεδόν είναι ίδια. Τα πρόσωπα όμως είναι αναγνωρίσιμα και επειδή δεν είναι σκίτσα έπρεπε να αποδοθούν στο ακέραιο. Νομίζω ότι μάλλον τα κατάφερα με τα πρόσωπα, εφόσον εγώ είμαι ευχαριστημένος. 

Να αναλύσουμε τώρα την διαδικασία δημιουργίας ενός σχεδίου με πυρογραφία, γιατί και η προετοιμασία είναι εξίσου δύσκολη. Επειδή ασχολήθηκα μόνο με το κόντρα πλακέ λεύκας, θα εξηγήσω πρώτα την διαλογή ξύλου. Πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λευκό (όχι μπεζ) , να μην έχει νερά και νεύρα, γιατί δυσκολεύουν την πορεία της βελόνας, επειδή τα νεύρα είναι σκληρά. 

Με την ίδια θερμότητα της βελόνας, άλλο χρώμα θα αποδώσει το μαλακό ξύλο και άλλο το σκληρό των νεύρων, μιας και δεν μπορεί η βελόνα να εισχωρήσει στο βάθος που πρέπει. Αφού βρούμε το ξύλο και το κόψουμε στο μέγεθος που θέλουμε , παίρνουμε ένα ψιλό γυαλόχαρτο και το τρίβουμε απαλά για να μην δημιουργήσουμε χαρακιές, πιέζοντας με την εσωτερική ψίχα των δακτύλων. Το καθαρίζουμε καλά με ένα πανί λίγο βρεγμένο, για να πάρουμε όλη την σκόνη του τριψίματος. Αφού στεγνώσει καλά, είναι έτοιμο να δεχτεί το σχέδιο. 

Επειδή - όπως προαναφέραμε - υπάρχει η δυσκολία της κίνησης της βελόνας κατά τη χάραξη, πρέπει οι διαστάσεις του ξύλου να είναι τέτοιες που να μπορούμε να το μετακινούμε ανάλογα με τις ανάγκες του σχεδίου. Αυτές οι διαστάσεις μπορεί να είναι μέχρι 60x60 κι αυτό με δυσκολία μετακίνησης. Η πιο εύχρηστη αναλογία είναι 30x40 ή 40x50 μιας και υπάρχουν και ωραίες έτοιμες κορνίζες σε αυτές τις αναλογίες. Τώρα θα αναφερθούμε στο σχέδιο. 

Όπως ξέρουμε, με την ευκολία της φωτοτυπίας (επειδή η Α3 έχει διαστάσεις 30 x 40) μεγαλώνουμε ή μικραίνουμε το σχέδιο όσο θέλουμε. Το σχέδιο που θα διαλέξουμε θα πρέπει να είναι καθαρό με ευκρινή όλα τα χαρακτηριστικά αυτών που απεικονίζονται (των αντικειμένων ή προσώπων), για να έχουμε την ευχέρεια καλής απόδοσης. 

Πορτρέτο του Στέλιου Καζαντζίδη σε ξύλο
από τον Λάκη Ξανθόπουλο
(Πυρογραφία)
Αφού καταλήξουμε στο σχέδιο, παίρνουμε ριζόχαρτο, το τοποθετούμε επάνω στερεώνοντας το με κολλητική ταινία και το αποτυπώνουμε με προσοχή, γιατί αυτή η στιγμή είναι η κρισιμότερη σε όλη την διαδικασία. Ό,τι αποτυπώσουμε, αυτό θα πυρογραφήσουμε. Αφού τελειώσαμε με τη αντιγραφή, τοποθετούμε το ριζόχαρτο επάνω στο ξύλο με κολλητική ταινία. 

Προσέχουμε έτσι ώστε να μην αγγίζει την καθαρή επιφάνεια (για να μην αφήσει σημάδι όταν το ξεκολλήσουμε) αλλά να διπλώνει και να κολλάει στην πίσω μεριά. Βάζουμε ανάμεσα ένα καρμπόν, κατά προτίμηση μαύρο και λίγο χρησιμοποιημένο (για να μην έχει πολύ δυνατό αποτύπωμα, για να μπορούν να καλυφθούν με τον πυρογράφο οι γραμμές και να αποφύγουμε τυχόν μουτζούρες από τα χέρια μας κρατώντας το ξύλο. Αποφεύγουμε να σβήσουμε κάτι με σβηστήρα , γιατί θα κάνει σημάδι. Αν θέλουμε να αφαιρέσουμε ένα σημάδι από καρμπόν, χρησιμοποιούμε ένα μικρό κομμάτι ψιλό γυαλόχαρτο , χωρίς να το ‘χουμε διπλώσει , τρίβοντάς το απαλά στο σημείο. Πατάμε το σχέδιο στο ριζόχαρτο απαλά με μολύβι, για να μην κάνει χαρακιά στο ξύλο και σηκώνουμε κάθε τόσο το καρμπόν για να ελέγχουμε τι κάνουμε και σε ποιο σημείο βρισκόμαστε, μήπως ξεχάσαμε κάτι. Όταν τελειώσουμε με την αντιγραφή, βγάζουμε το καρμπόν και ελέγχουμε το αποτύπωμα αν είναι ίδιο και σωστό και κατόπιν αφαιρούμε το ριζόχαρτο. Φτάσαμε λοιπόν στη μεγάλη στιγμή, τη στιγμή της δημιουργίας. 

Προσέχουμε πάντα τα χέρια μας να είναι καθαρά για να μην αφήσουμε κάποιο αποτύπωμα στο ξύλο. Διαφορετικά φοράμε πλαστικά γάντια. Τοποθετούμε τον δείκτη θερμότητας του μετασχηματιστή στο χαμηλότερο σημείο και αρχίζουμε. Επειδή την στιγμή της καύσης του ξύλου βγαίνει καπνός ο οποίος δεν φαίνεται και να μπαίνει στα μάτια και να εισπνέεται, καλό θα είναι στην αρχή τουλάχιστον της ενασχόλησης με την πυρογραφία, να φοράμε ιατρική μάσκα και μικρά γυαλιά θαλάσσης. Ίσως φαίνεται αστείο, αλλά είναι προφύλαξη από πιθανό πονοκέφαλο ή πόνο στα μάτια και ανεπιθύμητους ερεθισμούς. 

Ο χρόνος ενασχόλησης με το έργο πρέπει να είναι με διαλείμματα για ξεκούραση του σώματος, του μυαλού και των ματιών. Κάθε κίνηση πρέπει να είναι μελετημένη, γιατί όπως είπαμε το κάθε λάθος είναι μοιραίο. Μία παραπάνω γραμμή δεν σβήνεται ούτε με γυαλόχαρτο, γιατί έχει χαραχθεί το ξύλο, ένα σκούρο χρώμα δεν γίνεται πιο ανοιχτό. 

Πάντα αρχίζουμε με χαμηλή θερμότητα για να μπορούμε να τονίσουμε τα σημεία που θέλουμε ή με αύξηση θερμότητας ή καλύτερα με συνεχή τοποθέτηση της βελόνας στο ίδιο σημείο. Από δω και πέρα όσες λεπτομέρειες και να περιγράψουμε δεν ωφελούν , γιατί ο επίδοξος καλλιτέχνης θα τις δει στην πράξη. 

Πορτρέτο του Στέλιου Καζαντζίδη σε ξύλο
από τον Λάκη Ξανθόπουλο (Πυρογραφία)


Πάντως είναι νόμος η σκέψη πριν την ενέργεια. Καλό θα ήταν, για να αποφεύγουμε τον πόνο στην πλάτη ή στο αυχένα από το σκύψιμο, να κρατάμε το ξύλο την ώρα της πυρογράφησης, όπως κρατάμε ένα βιβλίο όταν διαβάζουμε, ακουμπώντας το στο τραπέζι ή στο γραφείο που εργαζόμαστε μισό - όρθιο. 

Μια άλλη σημαντική λεπτομέρεια, για να μην καίγεται το χέρι μας από τη θερμότητα που διαπερνά το πλαστικό στυλό, είναι το τυλίγουμε με λεπτό φύλλο φελλού που το στερεώνουμε με μονωτική ταινία. Εκεί που τελειώνει το στυλό, υπάρχει η υποδοχή της βελόνας και εφαρμόζεται εκεί ένας δακτύλιος μεταλλικός. Κόβουμε με το ψαλίδι ένα ομοίωμα του δακτυλίου από σκληρό φελλό και το τοποθετούμε πρώτο (στην υποδοχή) , μετά τον μεταλλικό δακτύλιο και ύστερα την βελόνα. Περιγράψαμε, εκτιμώ, με κάθε δυνατή λεπτομέρεια όλη τη διαδικασία της προετοιμασίας μέχρι τη στιγμή της δημιουργίας. 

Η πυρογραφία είναι μια τέχνη την οποία όλοι θαυμάζουν, πολλοί αποφεύγουν και λίγοι προσπαθούν. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της, είναι ότι το κόστος είναι μηδαμινό. Είναι η πλέον ανέξοδη ενασχόληση. Μία φορά αγοράζεις τον πυρογράφο και τις βελόνες. Τα υπόλοιπα υλικά είναι ασήμαντης αξίας. Με όλες τις ευκολίες κόστους και όλες τις δυσκολίες, το αποτέλεσμα είναι ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας. 

Μία τελευταία συμβουλή: Όταν τελειώσετε το έργο σας αφήστε το όπως είναι, μην το περάσετε βερνίκι, γιατί με τον καιρό θα σκουρύνει τόσο, που δεν θα το αναγνωρίζετε! Επίσης μην το τοποθετήσετε κοντά σε φωτιά, ούτε σε μέρος που το χτυπάει ο ήλιος, γιατί πάλι θα μαυρίσει το ξύλο. 

Λάκης Ξανθόπουλος


Διαβάστε ακόμα:

Δεν υπάρχουν σχόλια: