Ο Μίκης Θεοδωράκης |
- Και ποιος σας εμποδίζει, τους ρωτώ. Ο κ. Τάκης; Άμα θέλω εγώ, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
- Δεν είναι αυτό, κ. Μίκη.
- Τότε τι είναι;
- Να... Είναι ο «άλλος».
- Ποιος «άλλος»;
- Ο Γρηγόρης;
-
- Θέλουμε να γράφετε μόνο για μας...
- Βρε παιδιά... Εσείς είστε αυτοκράτορες. Ο καημένος ο Γρηγόρης μόλις τώρα κατάφερε να τρώει γλυκό ψωμάκι. Άλλωστε δόξα τω Θεώ, μπορώ να γράψω πολλά τραγούδια και για σας και για κείνον...
- Θέλουμε μόνο για μας.
- Και να σας πω και κάτι άλλο. Τώρα γράφω ένα νέο έργο, ένα Ορατόριο, που σκέφτομαι να το τραγουδήσετε μαζί. Εσύ Στέλιο είσαι λαϊκός και βυζαντινός. Το ίδιο και ο Γρηγόρης. Θέλετε ν' ακούσετε λίγο;
- Όχι κ. Μίκη. Εάν κρατήσετε τον Γρηγόρη, τότε θα φύγουμε εμείς...
Ανένδοτοι. Ιδίως ο Καζαντζίδης, που τον είχε πιάσει ξαφνικά μια φοβερή αντιπάθεια και δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε το όνομα του Μπιθικώτση. Και έτσι χωρίσανε οι δρόμοι μας και το «Αξιον Εστί» το τραγούδησε μονάχα ο Μπιθικώτσης».
Αυτά εξομολογήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης στον Θανάση Γιώγλου, σε συνέντευξη που παραχώρησε το 2008 για το περιοδικό «Πολίτης Κ» του Δήμου Καλαμαριάς (διαβάστε ΕΔΩ όλη τη συνέντευξη).
Η εξομολόγησή του αυτή, δίνει αφορμή για σκέψη και προβληματισμό.
Η πρώτη έκδοση του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" |
Πρώτα απ’ όλα, όμως, χρωστάμε μια αναφορά στο ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη (κατά κόσμο Αλεπουδέλη, 2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), «Το Αξιον Εστί». Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η σύνθεση του ποιήματος, που έβαλε τέλος σε μια, σχεδόν δεκαπεντάχρονη, εκδοτική σιωπή για τον ίδιο τον ποιητή. Δεν είμαστε σε θέση να αναλύσουμε τη δομή και να αποδώσουμε επαρκώς το νόημα των στίχων. Μπορούμε όμως ενδεικτικά να σας παραπέμψουμε σε κάποιες διεξοδικές αναλύσεις όπως είναι η «Το Άξιον Εστί του Ελύτη. Εισαγωγή, σχολιασμός, ανάλυση», του Τάσου Λιγνάδη ή «Για το Άξιον Εστί του Ελύτη. Μια οριστικά μισοτελειωμένη ανάγνωση», του Ξ.Α. Κοκόλη. Το έργο που ο Ελύτης άρχισε να γράφει στο Παρίσι θα ολοκληρωθεί το 1959 και θα κυκλοφορήσει σε 800 αντίτυπα το Μάρτιο του 1960, από τις εκδόσεις «Ίκαρος». Το Δεκέμβριο του 1979, η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το βραβείο Νόμπελ.
Εμάς, δεν μας ενδιαφέρουν οι βραβεύσεις και δη τέτοιου τύπου. Δεν προσδίδουν κάτι περισσότερο στην τέχνη. Δεν ακυρώνουμε, φυσικά, την ποιητική ικανότητα του Ελύτη ή του κάθε βραβευμένου - και όχι μόνο - συγγραφέα, μα φαντάζει ανόητο μια Σουηδική Ακαδημία να αποφαίνεται για αυτή.
Για την ιστορία αναφέρουμε τη βράβευση του Ελύτη, μα και η παρατήρηση που κάνουμε έχει και αυτή τη σημασία της.
Ας γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω, σε μια συνέντευξη που παραχώρησε ο Μίκης Θεοδωράκης στην εφημερίδα «Εμπρός», συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στις 13 Μαΐου του 1961. Εκεί ο Μίκης αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Επίσης ετοιμάζω το «Αξιον Εστί» του Ελύτη και την «Μάννα» το Σολωμού για την Λυρική σκηνή. Το «Αξιον Εστί» θα τραγουδήσει ο Μπιθικώτσης…», αφού προηγουμένως δηλώνει: «Ο Μπιθικώτσης είναι ο τραγουδιστής που καταλαβαίνει τις πνοές της ψυχής μου».
Αξίζει να αναφέρουμε, πως παρτιτούρες - χρονολογημένες, από τον ίδιο τον Θεοδωράκη - αλλά και εφημερίδες της εποχής μαρτυρούν πως τον Απρίλιο του 1961ο ίδιος βρισκότανε στο Παρίσι.
Παρόλα αυτά, το 2008, απομακρυσμένος από τις εποχές και τα γεγονότα, αφηγείται στον Θ. Γιώγλου τη συνάντηση του με τον Στέλιο και τη Μαρινέλλα, στα 1961, όταν και συνέθετε το «Αξιον Εστί» έχοντας στο μυαλό του τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση…
Βέβαια λίγο παρακάτω, στην ίδια συνέντευξη, αναφέρει: «Κατ' αρχήν υπήρξε μια μυστική από μένα, πολιτική της Εταιρίας, να αποτρέπει συνεργασίες μου με λαϊκούς ποιητές και άλλους τραγουδιστές πλην του Μπιθικώτση. Αυτό το έμαθα μετά την πτώση της Χούντας».
Παρόλα αυτά, το 2008, απομακρυσμένος από τις εποχές και τα γεγονότα, αφηγείται στον Θ. Γιώγλου τη συνάντηση του με τον Στέλιο και τη Μαρινέλλα, στα 1961, όταν και συνέθετε το «Αξιον Εστί» έχοντας στο μυαλό του τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση…
Βέβαια λίγο παρακάτω, στην ίδια συνέντευξη, αναφέρει: «Κατ' αρχήν υπήρξε μια μυστική από μένα, πολιτική της Εταιρίας, να αποτρέπει συνεργασίες μου με λαϊκούς ποιητές και άλλους τραγουδιστές πλην του Μπιθικώτση. Αυτό το έμαθα μετά την πτώση της Χούντας».
Η ηχογράφηση του «Αξιον Εστί» έγινε το 1964 και στις 19 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, παρουσιάστηκε, επίσημα, στο θέατρο «Ρεξ». Διαβάζουμε σε ειδική έκδοση της «Καθημερινής» (26 Σεπτεμβρίου 1993): «Το "Αξιον Εστί", είχε αρχικά συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων του φεστιβάλ Αθηνών. Η τότε κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου επεμβαίνει και απαγορεύει τη συμμετοχή του έργου, με το αιτιολογικό ότι δεν είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα του Ηρωδείου. Προτείνεται ως λύση το Παναθηναϊκό στάδιο. Ο Μίκης Θεοδωράκης αρνείται. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ευκαιρία να ανέβει το έργο στο πλαίσιο των εορτών της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Αλλά η ίδια ατυχία ακολούθησε το έργο και στη βόρεια Ελλάδα. Τελικά, το ανέβασμα του πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1964 στο θέατρο Κοτοπούλη (Ρεξ) σε μια ενθουσιώδη ατμόσφαιρα από την οποία δεν έλειπε βέβαια και η πολιτική χροιά».
Στην ηχογράφηση του έργου συμμετείχαν πέραν του Μπιθικώτση, ο Μάνος Κατράκης, ο Θόδωρος Δημήτριεφ και η Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου.
Τελικά ο Μπιθικώτσης πέρασε στην ιστορία ως ο τραγουδιστής του «Αξιον Εστί». Έκτοτε, μα και προηγούμενα, η προτίμηση του Θεοδωράκη στο πρόσωπό του, ως επικουρικού εργαλείου στη μουσική απόδοση ποιημάτων ή έστω στη μελοποίηση ποιητικών στίχων, σε εποχές που πολλών ποιητών τα έργα μελοποιήθηκαν, τον καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου.
Μπορεί κάλλιστα κάποιος σήμερα να ισχυρίζεται πως ο Καζαντζίδης δεν μπόρεσε να αντέξει το βάρος μεγαλόπνοων στίχων ή πως τάχα δεν θα μπορούσε να τους αποδώσει όπως ο «μεγάλος Γρηγόρης». Δεν μπορούμε να πούμε, με βεβαιότητα, πως έχουν άδικο. Μπορούμε όμως, με βάση όλα όσο πριν παραθέσαμε, να φέρουμε όλες τις συνειδήσεις αντιμέτωπες με την αλήθεια. Και η συνείδηση πρέπει να δώσει μάχη με την αλήθεια για να απαλλαγεί απ’ αυτή.
Και αρχίζουμε διερωτώμενοι: Έχει στα αλήθεια αξία να μελοποιούμε την ποίηση; Τί κερδίζει η ποίηση σε μια τέτοια διαδικασία;
Δεν κερδίζει. Χάνει! Χάνουν τα αυτοτελή και αυθύπαρκτα έργα, που κομματιάζονται και παρατονίζονται και μπλέκονται με ασυνάρτητους ήχους, ήχους που μάταια «παλεύουν» να συνοδεύσουν το εσωτερικό μέτρο και που ακυρώνουν τις φιλολογικές πρακτικές, που μόνο το γραπτό ή η σωστή ανάγνωση μπορούν να φανερώσουν. «Περνά η ποίηση στον κόσμο», τάχα! Έτσι μάθανε να λένε. Αστεία πράγματα. Δεν είναι δα και κατόρθωμα να παπαγαλίσει ο «κόσμος» πέντε, δέκα το πολύ στίχους που καλά, καλά δεν καταλαβαίνει. Και ας το δούμε διαφορετικά: τι ειρωνεία! Αυτοί που απορρίπτουν τη μάζα, την απαίδευτη, που προτιμά (ή έστω στα χρόνια τους προτιμούσε) ασφαλώς τη «Μαντουμπάλα», για να δώσουν αξία στο έργο τους, τώρα την επικαλούνται; Γιατί είναι η μάζα αυτή που θεωρεί τη μελοποιημένη ποίηση σπουδαία εκ των προτέρων. Γιατί και την ποίηση αγνοεί, μα και τηλεόραση βλέπει και εφημερίδες, καμιά φορά, διαβάζει.
Το είπε και ο ίδιος Ελύτης, γιατί και αυτός δεν μπορούσε να ακυρώσει την αλήθεια. Είπε, λοιπόν, αφού έπλεξε το εγκώμιο του Θεοδωράκη (δικαίως) και αφού μίλησε για το ευκταίο της ενοποίησης των τεχνών: «Αλλά εδώ είναι σωστό να ξεκαθαρίσω ένα άλλο ζήτημα. Με ρωτούν συχνά αν η μουσική "δίνει" το ποίημα, εάν στον κόσμο των ήχων αντιστοιχεί απολύτως με αυτό που θέλησα να δώσω στον κόσμο των εικόνων και των νοημάτων. Είναι λάθος αυτό, νομίζω.»
(κείμενο του Ελύτη στο μηνιαίο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης»).
Σε ό,τι αφορά την επιλογή του Μπιθικώτση και κυρίως την επιλογή του στο «Αξιον Εστί». Η ιστορία που αφηγείται ο Θεοδωράκης στον Θανάση Γιώγλου, δε μας πείθει. Η μετέπειτα, αναφορά του, σε μυστικές συμφωνίες που επέβαλαν ή απέτρεπαν συνεργασίες, η ομολογία του στην εφημερίδα «Εμπρός», την άνοιξη του 61, ότι συνθέτει ένα έργο προορισμένο για τον Μπιθικώτση αλλά και η κόντρα του με τον Καζαντζίδη στα 1962 δημιουργούν έντονες αμφιβολίες. Και θα προχωρήσουμε, παρακινδυνευμένα ίσως, ένα βήμα πιο πέρα. Ο εξαιρετικά δημοφιλής Καζαντζίδης, ίσως, ενοχλούσε τον Θεοδωράκη. Ο Μπιθικώτσης όμως; Που έπαιρνε και παίρνει αξία από το έργο του Θεοδωράκη; Έχουμε, λοιπόν, λόγους σοβαρούς να πιστεύουμε πως η επιλογή του Μπιθικώτση ήταν δεδομένη. Εξ αρχής.
Oι βασικοί συντελεστές της πρώτης παρουσίασης του «Aξιον Eστί» στο Θέατρο Kοτοπούλη |
Τα χρόνια πέρασαν, το ψεύτικο δίλημμα Καζαντζίδης – Μπιθικώτσης, τέθηκε, και στις μέρες μας (γιατί κάποτε δεν υφίστατο καν) εμπεδώθηκε. Τα ψέματα και οι αβάσιμες αφαιρέσεις, καλλιεργήθηκαν σκόπιμα και πλέον αναπαράγονται παντού, με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ακριβώς ένταση, από όλους. Σε όλους τους χώρους, σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής...
Σταύρος Κουγιουμτζής:
«τραγούδι είναι αυτό που εμφανίζεται με τον Ελύτη και τον Καβάφη ή αυτό που λέει στο σκαλί το τελευταίο/ την καταστροφή μου κλαίω; Κατέληξα ότι τραγούδι είναι το δεύτερο.»
« …αλλά ο Πατσιφάς της εταιρίας ΛΥΡΑ μου έθεσε το δίλημμα, ότι αν το πει ο Καζαντζίδης (το «να τανε το 21») θα το πει, όπως εκείνος θέλει, ενώ αν το πει ο Νταλάρας θα ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες. Κι έτσι επηρεασμένος απ’ αυτά, είπα, ας το πει ο άλλος κι έτσι λόγω αυτής της ατυχίας, ο Καζαντζίδης δεν τραγούδησε κάποιο τραγούδι μου»
4 σχόλια:
Ακομη και οι ΜΕΓΑΛΟΙ και οι μεγαλοι σε ηλικία,ποσο μαλλον και τα δυο μαζι αλλαζουν την αληθεια,οχι απαραιτήτως από σκοπου. Τα χρονια είναι πολλα και οι καιροι αλλοι! Αν ο Στελιος συνεχιζε να τραγουδα αν ο Γρηγορης για καποιον λογο ελεγε όχι! Τοτε θα μαθαίναμε αλλα πραγματα.
Καλημέρα σας.
Επειδή τώρα έτυχε να δω το άρθρο σας, στο οποίο μνημονεύετε τη συνέντευξη που μου παραχώρησε ο Μίκης Θεοδωράκης το 2008, θα ήθελα να μου εξηγήσετε, τι εννοείτε όταν λέτε "Προβληματισμό ακόμα και για την εγκυρότητα του περιεχομένου της"; Μήπως υποννοείτε ότι δεν τα είπε έτσι ο Μίκης Θεοδωράκης και τα έβγαλα από το μυαλό μου; Αν είναι έτσι, είναι στη διάθεσή σας το οπτικοακουστικό ντοκουμέντο, στο οποίο φαίνεται ο Μίκης Θεοδωράκης που διαβάζει τις απαντήσεις, ακριβώς έτσι όπως δημοσιεύθηκαν.
Ευχαριστώ πολύ.
Θανάσης Γιώγλου
Θανάσης Γιώγλου
Καλησπέρα σας,
Όχι σε καμιά περίπτωση! Κι έχετε δίκιο. Ξαναδιαβάζοντας το κείμενο εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει το ίδιο.Αναφερόμαστε στην εγκυρότητα των όσων λέει ο Μίκης Θεοδωράκης.
Θα προχωρήσουμε σε σχετική διόρθωση.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Δημοσίευση σχολίου