Νίκος Πετσάνης, Νίκος και Λάκης Ξανθόπουλος στην "Μπαρμπαρέλα". Θεσσαλονίκη 1970 |
Ο Λάκης Ξανθόπουλος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1944. Σπούδασε σχέδιο - ως
διακοσμητής - στη Σχολή Δημητρέλη. Στο πρώτο μέρος της δημοσίευσης, μας παρουσίασε πορτέτα του Στέλιου Καζαντζίδη που ο ίδιος πυρογράφησε και μοιράστηκε μαζί μας λεπτομέρειες κάνοντας μια πλήρη εισαγωγή στην τεχνη της πυρογραφίας
Στο κείμενο που ακολουθεί και που ο ίδιος μοιράστηκε μαζί μας, ο Λάκης Ξανθόπουλος καταθέτει τη γνώμη του για τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Θα παρακολουθήσουμε το φαινόμενο Καζαντζίδη μέσα από την εμπειρία ενός τραγουδιστή που υπηρέτησε πιστά - και συνεχίζει να υπηρετεί και σήμερα σε λαϊκά στέκια της συμπρωτεύουσας - το λαϊκό τραγούδι.
Έχει ενδιαφέρον λοιπόν, να δούμε ποιά ήταν η επιδραση του Στέλιου Καζαντζίδη σε έναν νέο τραγουδιστή της εποχής αλλά και πώς αντιμέτώπιστηκε το ρεπερτόριο του Καζαντζίδη και ο ίδιος ο Λάκης Ξανθόπουλος ως ένας υπηρέτης του, σε χώρους "αφιλόξενους" για τον Καζαντζίδη και το λαϊκό τραγούδι.
Μας γράφει λοιπόν:
"Έχουν γραφτεί τόσα πολλά και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα στο μέλλον για τον Στέλιο
Καζαντζίδη, που ότι και να πει κανείς θα επαναληφθεί.
Για να ξεφύγω από την επανάληψη λοιπόν, θα αναφέρω την προσωπική μου γνώμη, τις προσωπικές μου ευαισθησίες και επιδράσεις που είχα από την παρουσία του Στέλιου σ’αυτόν τον κόσμο του τραγουδιού, που πιστεύω ότι σημάδεψε αυτόν τον χώρο, αυτήν την κοινωνία, αυτήν την χώρα, όσο κανείς άλλος καλλιτέχνης με την φωνή του, τα τραγούδια του, την θεωρία του για την ζωή (λαϊκή σοφία), για τα προβλήματα του Ελληνα και τα παράπονά του.
Κανείς δεν ασχολήθηκε, σε αυτόν τον βαθμό, με τα αισθήματα και τα συναισθήματα του Ελληνα στην πορεία της ιστορίας της Ελλάδος, εκτός από τον Στέλιο στο τραγούδι και τον Νίκο Ξανθόπουλο στον κινηματογράφο. Η διαφορά εδώ ,είναι ότι η εικόνα της οθόνης μπορεί κάποτε να σβήσει , γιατί μπορεί να νικηθεί από το «σύστημα», που δεν θέλει να
μιλάει για πόνο, προσπαθώντας να μας πείσει ότι είμαστε ευτυχισμένοι.
Το τραγούδι όμως επειδή είναι ανάγκη του ανθρώπου, του πονεμένου λαού, έχει γίνει ένα με την ύπαρξή του και ταυτόσημο με την ζωή του.
Εκτός από την θεματολογία των τραγουδιών, υπήρχε και η δωρεά της «θεϊκής φωνής», που έδινε ανυπολόγιστη αξία στα λόγια. Δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια στον Στέλιο για να αποδώσει τον πόνο, την αδικία, γιατί αυτά τον σημάδεψαν στη ζωή του και απλώς μας περιέγραφε τα παράπονά του.
Πάντα ο ίδιος έλεγε: «δεν μπορείς να τραγουδήσεις λαϊκό τραγούδι αν δεν έχεις νιώσει τον πόνο» . Την ίδια ευχέρεια απόδοσης στην οθόνη είχε και ο Ξανθόπουλος (δεν το λέω λόγω συγγένειας, αλλά μεταφέρω τις διαπιστώσεις αυτών που ασχολούνται με το αντικείμενο).
Μάλιστα, κάποιος, που η κύρια ενασχόλησή του είναι η έρευνα πάνω στο τραγούδι, τον κινηματογράφο και το θέατρο, αποκάλεσε τον Στέλιο, Ξανθόπουλο του τραγουδιού και τον
Ξανθόπουλο, Στέλιο του κινηματογράφου και νομίζω δεν είχε άδικο.
Το μεγαλείο του φαινομένου Στέλιος Καζαντζίδης είναι ότι, ενώ δεν είχε ακαδημαϊκή μόρφωση, λόγω καταστάσεων μιας άγριας εποχής, εν τούτοις, είχε την απίστευτη ικανότητα να αποδίδει τα φωνήεντα και τα σύμφωνα με την μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια και να χρωματίζει τις λέξεις δίνοντας τους την πραγματική τους έκφραση, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε πάθος.
Στο βάθος του σπηλαίου αυτού του «Αααα…» πόσοι χάθηκαν και ρεζιλεύτηκαν. Είχε τόση μεγάλη ευκολία με τους μουσικούς φθόγγους, ώστε η πολύ χαμηλά τραγουδούσε ή απίστευτα ψηλά, δεν έβλεπες ζόρισμα, όλες οι νότες ήταν το ίδιο καθαρές. Τραγουδώντας παρέδιδε ορισμένες φορές, μαθήματα λαϊκής γραμματικής, προφέροντας λέξεις και με την γραμματική προφορά και με την καθομιλουμένη.
Παράλληλα, ορισμένες μουσικές
φράσεις στην επανάληψη, τις διαφοροποιούσε, δίνοντας την ευχέρεια της άλλης εκτέλεσης, χωρίς να μειώσει ή να αλλάξει το νόημα των στίχων του τραγουδιού και το συναίσθημα που αυτοί μεταφέρουν στον ακροατή. Επειδή ήταν λάτρης του Τούρκου ερμηνευτή Ζεκί Μουρέν, με τον οποίο ήταν φίλοι και τον « μελετούσε » και επειδή η ανατολίτικη μουσική, κατά την γνώμη μου, επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την βυζαντινή τεχνοτροπία, γι’ αυτό είχε αποκτήσει αυτήν την ανεπανάληπτη ευλυγισία εκτέλεσης των μουσικών φράσεων, που τουλάχιστον όσοι αρέσκονται στους θρησκευτικούς ύμνους, ακούγοντας τον, μεθούνε από την μελωδικότητα της απόδοσης.
Απίστευτα πράγματα.
Επειδή είμαι άνθρωπος με ότι καταπιάνομαι θέλω να γίνεται σωστά, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ μουσικά με τον Στέλιο, τον μελέτησα πάρα πολύ, κάνοντας «μαθήματα» μαζί του δια ακροάσεως άνευ διδιασκάλου.
Παρακάτω θα διηγηθώ την επίδραση του Στέλιου στην ζωή μου.
Από μικρός, ενώ ζούσα ανέμελα παιδικά χρόνια, μεγαλώνοντας σε μία αστική οικογένεια
χωρίς προβλήματα, μέσα μου ένιωθα μία πίκρα και μία απέχθεια για την αδικία και μία λατρεία για το δίκαιο, όχι σε ατομικό επίπεδο, αλλά γενικώς. Σε σημείο την δεκαετία του 50’ με τα γεγονότα στην Κύπρο, κλειδωνόμουν στο δωμάτιο μου και έκλαιγα ακούγοντας τις εκτελέσεις των νεαρών αγωνιστών – ηρώων. Δεκατριών χρονών παιδί με τέτοια ευαισθησία είχα πρόβλημα με τον εαυτό μου, γιατί δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα συναισθήματά μου και έτσι « ξέδινα » στον αθλητισμό (μπάσκετ στον Π.Α.Ο.Δ Θεσσαλονίκης ).
Το τραγούδι το ‘χα μέσα μου. Τραγουδούσα τραγούδια της εποχής Γούναρη κ.α , αλλά μόνο για να τραγουδώ, ώσπου ακούγοντας τον Στέλιο την εποχή που που έπαψε να μιμείται τον Τσαουσάκη και τραγουδούσε με την πραγματική - τη φυσική φωνή του, ένιωσα μία παράξενη αίσθηση, ότι βρήκα τον πραγματικό μου εαυτό και μπήκαν οι ευαισθησίες μου στο σωστό δρόμο.
Για μένα ο Στέλιος ήταν τότε ο οδηγός μου στη ζωή με τα τραγούδια του, την
συμπεριφορά του, την σεμνότητά του και την φιλοσοφία του στην αντιμετώπιση της κοινωνίας που δεν είχε σχέση με το κυνήγι του χρήματος. Κοντά σ’ αυτό , βρήκε και η φωνή μου τον δρόμο της.
Προχωρούσα με εμπιστοσύνη σ’ ένα φωτεινό δρόμο, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, να
επαναλαμβάνω αυτά που έλεγε όπως τα έλεγε, χωρίς μίμηση φωνής και αυτό μου δημιουργούσε μία ευθύνη απέναντί του, απέναντι στον «μεγαλύτερο αδερφό μου», γιατί ένιωθα ότι είχα περισσότερες ομοιότητες σαν χαρακτήρας κι από τον πραγματικό αδερφό μου. Έζησα την αδικία, την αχαριστία σε όλη τους την μεγαλοπρέπεια διαφορετικά από ότι εκείνος και για όλα αυτά «ξέδινα» μέσα από τα τραγούδια του. Ευτυχώς η χροιά της φωνής μου και η σχετική ευχέρεια στην απόδοση της ερμηνείας με έφερε ικανοποιητικά κοντά.
Ένιωθα σαν Απόστολος, που είχα την υποχρέωση να λέω αυτά που είπε, όπως οι Απόστολοι του Χριστού, με μία διαπίστωση, πως κανένας Απόστολος δεν έγινε Χριστός λέγοντας τα λόγια Του, έτσι και κανένας που ακολούθησε καλλιτεχνικά τον Στέλιο δεν έγινε Καζαντζίδης.
Πολλοί προσπάθησαν να τον μιμηθούν φωνητικά ανεπιτυχώς και χάθηκαν, διάφορους τους αποκάλεσαν, οι κακόβουλοι, «Νέους Καζαντζίδηδες», εκτιθέμενοι, γιατί η φωνή είναι σαν το αποτύπωμα, είναι μοναδική και ανεπανάληπτη.
Αν στην μοναδικότητα της χροιάς προσθέσουμε την ευχέρεια της απόδοσης και το αληθινό πάθος, τότε φτάνουμε στο απλησίαστο, στο αξεπέραστο.
Το παράξενο είναι ότι όλοι οι σύγχρονοι συνάδελφοι του, μεγάλα ονόματα και καλλιτεχνικές αξίες, τον παραδέχονταν, ενώ στην αμέσως επόμενη τραγουδιστική γενιά βρέθηκαν κάποιοι ακατανόμαστοι που τον κατηγόρησαν ως «κλάψα» και ότι «εκμεταλλεύτηκε τον πόνο των ανθρώπων». Τραγουδιστές με ανύπαρκτα καλλιτεχνικά προσόντα, προσμένοντας οφέλη από το «σύστημα » με το οποίο ο Στέλιος συγκρούστηκε και νίκησε, κυνηγώντας τον ακόμη και στην αθανασία του. Το νίκησε , γιατί αυτός εκπροσωπούσε τα ιδεώδη, την αλήθεια, τις ηθικές αξίες, την καθαρή σκέψη και αυτά δεν νικώνται , γιατί είναι οι αρετές της ζωής. Υπήρξε μάρτυρας της αλήθειας, του δικαίου και της αληθινής φιλίας. Ήρθε, είπε και απήλθε, αφήνοντας παρακαταθήκη σ’ αυτούς που έχουν τα ίδια πιστεύω, τα αθάνατα τραγούδια να μην χαθούν. Αυτά τα αθάνατα και μοναδικά ως προς την υμνωδία του πόνου, του παραπόνου, της αδικίας, της προδοσίας, της αχαριστίας. Σταυρωμένος από τους υπηρέτες τους «συστήματος» για μια χούφτα λερωμένου χρήματος και λίγης εφήμερης δόξας, δεν μπόρεσαν όμως να ανακόψουν
την πορεία του προς την αθανασία.
Θυμίζει άραγε κάτι η όλη πορεία του και η ανεκτίμητη αξία της προσφοράς του;
Στα δέκα χρόνια που υπηρέτησα το λαϊκό τραγούδι, τίμησα όσο μπόρεσα, με όλες μου τις
δυνάμεις μου χωρίς να τον απαρνηθώ ούτε λεπτό. Στις μπουάτ που πρωτοξεκίνησα, τραγουδούσα Στέλιο στο δεύτερο πρόγραμμα με επιτυχία που έκαμπτε τις αντιρρήσεις των επιχειρηματιών, προς τέρψη των μπουζουξήδων που λάτρευαν τον Στέλιο και τα τραγούδια του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στην «Μπαρμπαρέλα» (Θεσσαλονίκη) το 69’-70’, σ’ ένα πρόγραμμα «Νέου Κύματος» , «ΟΛΥΜΠΙΑΝΣ-ΤΑΜΜΥ» ( ξένα τραγούδια ), «τρελαινόταν» ο κόσμος στο δεύτερο πρόγραμμα ακούγοντας «Θεέ μου την δεύτερη φορά» και «Όταν βλέπετε να κλαίω».
Όταν κατέβηκα στην Αθήνα, στην Πλάκα, ανάμεσα στους «κουλτουριάρηδες» του «Νέου Κύματος», τους γιάπηδες και τους «παραμορφωμένους» λόγιους με τα μακριά μαλλιά και τα γένια, ακούγονταν ο Στέλιος τόσο, ώστε έρχονταν από τον Πειραιά ν’ ακούσουν κάποιον Θεσσαλονικιό που τραγουδούσε Στέλιο με τον σεβασμό που έπρεπε στην απόδοση της ερμηνείας.
Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα ,γιατί θεωρούσα αυτήν την επιτυχία, δικαίωση του Στέλιο όχι καταξίωση δική μου.
Ανθούλα Αλιφραγκή και Λάκης Ξανθόπουλος στο "ΣΟΥ-ΜΟΥ" στο Αιγάλεω 1971 |
Δεν ξέρω και δεν με ενδιαφέρουν οι περιπτώσεις άλλων τραγουδιστών, αλλά κυνηγήθηκα για την ρεπερτοριακή προτίμησή μου στον Στέλιο από «συναδέλφους» και παρατρεχάμενους , φτάνοντας σε σημείο όταν πήγα στη Ρόδο, ντόπιοι «συνάδελφοι» ενοχλούμενοι από την επιτυχία του προγράμματος εξέφρασαν παράπονα στον επιχειρηματία, ο οποίος μη θέλοντας να τους χαλάσει το χατίρι, μου πρότεινε να πληρώνομαι χωρίς να τραγουδάω όσο χρόνο διαρκούσε το συμβόλαιο. Για τον διευκολύνω έσχισα το συμβόλαιο και έφυγα. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 71’.
Τον χειμώνα που ήμουν με την Ανθούλα Αλιφραγκή στο Αιγάλεω (ΣΟΥ ΜΟΥ), έστειλε την γυναίκα του και την κόρη του να μου ζητήσουν συγνώμη και μου προτείνουν, αν το ήθελα , να πάω την επόμενη σεζόν με τα διπλάσια χρήματα. Βέβαια δεν πήγα, γιατί στη νύχτα η μπέσα δεν παζαρεύεται.
Επειδή έτυχαν διάφορες καταστάσεις οι οποίες δεν ταίριαζαν στον χαρακτήρα μου και επειδή ΟΛΑ φώναζαν ότι κι αν έχεις τα προσόντα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, μιας και πάντα στη ζωή μου δεν αναγνώριζα σε κανέναν να λιβανίζει την αξία μου ,γύρισα στα γνώριμα.
Επειδή στη ζωή μεγαλύτερη αξία από εσένα δεν έχει κανείς και επειδή εμένα μου άρεσε να κάνω αυτό που ήθελα όχι αυτό που έπρεπε ή ήθελαν οι άλλοι, παρά το χρηματικό κίνητρο και επειδή δεν μπορούσα να διαπραγματεύομαι την αξιοπρέπειά μου και τις αξίες μου, μετά από μία γεμάτη σε εμπειρίες χρονική περίοδο και με συνεργασίες με Τζένη Βάνου, Δημήτρη Μητροπάνο, Ρία Νόρμα, Γιάννη Κυριαζή, Ανθούλα
Αλιφραγκή, Γιάννη Ντουνιά κ.α αποφάσισα να διαφυλάξω το όνειρό μου ακέραιο.
Τα αγνά όνειρα πνίγονται όταν βρεθούν στο βούρκο. Έτσι το 74’ αποχαιρέτισα το επαγγελματικό μου χόμπυ και ασχολήθηκα μετά της συζύγου με το εμπόριο. Το 75’ όταν κυκλοφόρησε ο λαϊκός εθνικός ύμνος το «ΥΠΑΡΧΩ» , το μετάνιωσα , αλλά ήταν αργά.
Είδα από κοντά τον Στέλιο το 60’ στα 16 μου, όταν εμφανίστηκε σε ένα κέντρο στους
Χορτατζήδες της Θεσσαλονίκης. Κρατώντας μια πορτοκαλάδα στο χέρι , ακουμπισμένος σε μια κολώνα στα δύο μέτρα απόσταση ( το θυμάμαι σαν να ’ναι τώρα ), έβλεπα και άκουγα τον Στέλιο, την φωνή που με συνέπαιρνε, όρθιο με την κιθάρα του μπροστά από την ορχήστρα και την Μαρινέλλα στο πίσω μέρος δίπλα από τον ντράμερ. Τελείωσε το πρόγραμμα χωρίς να πιώ γουλιά.
Αξέχαστη εμπειρία.
Στην πάροδο των χρόνων , είχα την ευκαιρία , μέσω κάποιων κοινών φίλων, να τον επισκεφθώ στον Αγιο Κωνσταντίνο και να τον γνωρίσω από κοντά. Δεν το αποφάσισα ,γιατί δεν ήθελα μα φύγω από το απόκοσμο όνειρο που ζούσα, φοβούμενος μη γίνει κάτι που θα μπορούσε να μου χαλάσει την εικόνα και την γνώμη που είχα για τον Στέλιο, γιατί θα γκρεμιζόταν ο κόσμος μου.
Ήθελα να τον έχω στο μυαλό μου όπως τον έπλασα, κάτι το απλησίαστο, τον καλλιτέχνη τον θέλω απόλυτο και σαν άνθρωπο.
Για μένα ο Στέλιος ήταν η απόλυτη προσωποποίηση του καλλιτέχνη-ανθρώπου-
παιδαγωγού-καθοδηγητή, φίλου έστω και νοητά.
Θα αναφέρω κάτι χαρακτηριστικό. Κάποτε ένας φίλος μου έκανε δώρο μία κασέτα του Στέλιου, ζωντανή ηχογράφηση σε απλό μαγνητόφωνο από ένα γλέντι σε φιλικό του σπίτι που έπαιζε και τραγουδούσε χωρίς μικρόφωνο.
Του άρεσε να είναι με παρέες , με αγνούς ανθρώπους του μεροκάματου, δεν είχε το κόμπλεξ της φίρμας. Ποιος; Ο ΠΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ. Ήταν και είναι το ωραιότερο δώρο που μου έκαναν ποτέ. Ώρες ολόκληρες οικογενειακώς ακούγαμε την κασέτα και δεν την χορταίναμε.
Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τώρα, δεν έφυγε από το θολωμένο μου μυαλό, ούτε από τα χείλη μου, γιατί είναι η ζωή μου όλη κι όταν Θεέ μου την δεύτερη φορά που θα ‘ρθω για να ζήσω, τον Στέλιο δωσ’ μου δύναμη να ξανατραγουδήσω.
Μέχρι πριν την επιδημία, από το 2012 δημιουργήσαμε μια κομπανία, την «Λαϊκή
ΣυνΩδεία» με τον γιό μου Παναγιώτη στην κιθάρα, τον Φώτη Ιωαννίδη στο μπουζούκι και τον Ακη Σταυρίδη στο ακορντεόν υμνώντας τον Στέλιο σε διάφορα στέκια με μεγάλη επιτυχία και αποδοχή του φιλόμουσου κοινού της Θεσσαλονίκης.
Μία από τις μεγάλες χαρές στη ζωή μου, είναι ότι κατάφερα να γίνω κι εγώ απόστολος του Στέλιου.
Αν όχι ένας από τους δώδεκα, αλλά σίγουρα ένας από τους εβδομήκοντα."
Λάκης Ξανθόπουλος
Διαβάστε ακόμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου