Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

To ρεπερτόριο του Στέλιου Καζαντζίδη και οι παράγοντες που το καθόρισαν

Ο Στέλιος Καζαντζίδης
Του Γιάννη Μπεκιάρη

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι μια φωνή ανεκτίμητη. Οι επικριτές του - που δεν είναι λίγοι - συνήθως εκτιμούν τη φωνή του (κάποιοι βέβαια δεν εκτιμούν ούτε αυτό) αλλά όχι το ρεπερτόριό του, που το χαρακτηρίζουν “κακό”. 

Το έχουμε ξαναγράψει, θα το γράψουμε για μια ακόμη φορά πως οι ένοχοι για το “κακό” ρεπερτόριό του Καζαντζίδη είναι γνωστοί. Ενδεικτικα αναφέρουμε τους Μπάμπη Μπακάλη, Θεόδωρο Δερβενιώτη, Μανώλη Χιώτη, Γιώργο Ζαμπέτα, Απόστολο Καλδάρα, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργο Μητσάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι, Άκη Πάνου, Χρήστο Νικολόπουλο, Θανάση Πολυκανδριώτη, Τάκη Σούκα… αλλά και τους στιχουργούς Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Πυθαγόρα, Χρήστο Κολοκοτρώνη, Κώστα Βίρβο, Νίκο Γκάτσο, Δημήτρη Χριστοδούλου, Τάσο Λειβαδίτη, Γιάννη Ρίτσο, Μάνο Ελευθερίου, Λευτέρη Παπαδόπουλο, Σώτια Τσώτου... Η λίστα είναι μεγάλη. 

Εμείς βέβαια αγαπάμε τον Καζαντζίδη για αυτό ειδικά το “κακό” του ρεπερτόριο. Αυτό που προκαλεί αναγούλα σε όλους τους εκείνους που αναζητούν το ανώτερο και το υψηλό στο κάθε τι. Δεν θα προσπαθήσουμε να τους πείσουμε για τη σημαντικότητα του ρεπερτορίου του Καζαντζίδη. Άδικος κόπος. Θα έχει ενδιαφέρον ωστόσο, να αναζητήσουμε τους παράγοντες εκείνους που καθόρισαν το ρεπερτόριό του και που σε κάποιο ορισμένο βαθμό καθορίζουν και το ρεπερτόριο όλων των τραγουδιστών. 

Ας ξεκινήσουμε καταρχήν από το γεγονός ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης στα χρόνια της ενεργού του δράσης ήταν ο εμπορικότερος τραγουδιστής όλων. Η μαρτυρία του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου, πάλαι ποτέ διευθυντή της Columbia, είναι αρκετή. Είπε, λοιπόν στον Φώτη Απέργη για το Δεύτερο πρόγραμμα της ΕΡΑ: “Όταν έφυγε ο Καζαντζίδης και πήγε στην αντίπαλη εταιρεία, κάλεσα τους συνθέτες μας - ζούσαν πολλοί από τον Καζαντζίδη - και τους λέω, χάσαμε ένα 25 - 30% των πωλήσεων μας”. 

Καθώς η τεχνη είναι και εμπόρευμα, όλοι οι συνθέτες και οι στιχουργοί της εποχής προσπαθούσαν να πετύχουν να τραγουδηθουν από τον Στέλιο Καζαντζίδη. Έδιναν ό,τι καλύτερο είχαν για να δελεάσουν τον τραγουδιστή και το έργο τους να περάσει στην “αθανασία”, ανεβάζοντας παράλληλα τις μετοχές τους. Κι έτσι αν ο Καζαντζίδης είπε “κακά” τραγούδια είπε σίγουρα τα λιγότερο “κακά” από τους υπόλοιπους στο είδος του. Η δημοφιλία, λοιπόν, του Καζαντζίδη είναι ο πρώτος και κύριος παράγοντας που καθόρισε το ρεπερτόριό του. 

Γιατί η δημοφιλία του, συν τοις άλλοις οδήγησε σε υπερπαραγωγή τραγουδιών για λογαριασμό του και ακύρωσε συνεργασίες με “φτασμένους” συνθέτες που δεν θέλησαν το όνομά τους να βρεθεί δεύτερο κάτω από αυτό του Στέλιο Καζαντζίδη και το έργο τους κάτω από τη σκιά του

Καθοριστικές για το ρεπερτόριο του ήταν και οι δισκογραφικές εταιρείες. Οι εταιρείες δίσκων καθορίζουν στο μεγαλύτερο βαθμό το ρεπερτόριο των τραγουδιστών. 

Η περίπτωση Καζαντζίδη δυστυχώς δεν αποτελεί εξαίρεση. Ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του ίδιου του Στέλιου Καζαντζίδη στον Γιώργο Τσάμπρα σε συνέντευξη το 1988: “Το δικαίωμα του 50%, εκ του συμβολαίου, το είχε η εταιρεία. Πάντα όλα τα χρόνια το 50% (των τραγουδιών) ήταν δικής μου επιλογής και το 50% ήταν επιλογή της εταιρείας” και συνεχίζει “Η εταιρεία διάλεγε και έλεγε Καζαντζίδη θα κάνεις κάποια τραγούδια με τον Μάνο Χατζιδάκι. Μάλιστα κε Λαμπρόπουλε. Καζαντζίδη, θα κάνεις ένα δίσκο με τον Μίκη Θεοδωράκη, μάλιστα κε Μάτσα. Δεν είχε “όχι” τότε. Ο καλλιτέχνης είχε υποχρέωση από το συμβόλαιο να λέει τραγούδια συνθετών που ήταν συμβεβλημένοι με την εταιρεία”. 

Μάκης Μάτσας - Τάκης Β. Λαμπρόπουλος
Η βιομηχανία του δίσκου σε μια φωτογραφία

Δεν θέλουμε να φανταστούμε πόσες συνεργασίες δεν έγιναν ποτέ ή πόσες επιβλήθηκαν λόγω των συμβολαίων και δεσμεύσεων καλλιτεχνών από τις δισκογραφικές. 

Λέγοντας επιβλήθηκαν, δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι κάθε δισκογραφική πρέπει γίνει φάμπρικα που γεννά νέα “ταλέντα” για το αδηφάγο κοινό. Σήμερα ο Καζαντζίδης, αύριο ο Νταλάρας, μεθαύριο ο Πλούταρχος κ.ο.κ... Είναι λοιπόν λογικό η εταιρεία να προωθεί στοχευμένα νέους καλλιτέχνες του δυναμικού της. Για παράδειγμα ο  Σταύρος Κουγιουμτζής είχε πει, αναφερόμενος στο τραγούδι “Να ‘τανε το 21”: « …αλλά ο Πατσιφάς της εταιρίας ΛΥΡΑ μου έθεσε το δίλημμα, ότι αν το πει ο Καζαντζίδης θα το πει, όπως εκείνος θέλει, ενώ αν το πει ο Νταλάρας θα ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες. Κι έτσι επηρεασμένος απ’ αυτά, είπα, ας το πει ο άλλος κι έτσι λόγω αυτής της ατυχίας, ο Καζαντζίδης δεν τραγούδησε κάποιο τραγούδι μου». 

Το ίδιο λογικά θα συνέβη και για λογαριασμό του Καζαντζίδη όταν αυτός ήταν ο ανερχόμενος αστέρας της εταιρείας στην οποία ανήκε. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την ευθύνη των εταιρειών που ο Καζαντζίδης αποκάλεσε “μαστροπούς της τέχνης του τραγουδιού”. 

Πέρα από τις εταιρείες υπεύθυνος σίγουρα είναι και ο τραγουδιστής ο οποίος κάνει τις επιλογές του. Αλλά και για τις επιλογές αυτές η διαπραγματευτική ισχύς του τραγουδιστή έχει τη σημασία της. Γιατί κακά τα ψέματα, με άλλους όρους διαπραγματεύτηκε ο Καζαντζίδης το 1952 όταν ξεκινούσε ώς ο άσιμος Στελάρας με το μουστάκι και με άλλους το 1959 οπότε σπάει όλα τα ρεκόρ πωλήσεων με την “Μαντουμπάλα”

Περιοδικό ΝΤΟΜΙΝΟ 1959
Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι όποιες επιλογές του τραγουδιστή (είτε είναι πραγματικά δικές του είτε της εταιρείας στην οποία ανήκει) ακολουθούν την τάση της εποχής του. Η Μαντουμπάλα για παράδειγμα είναι το βασικό όπλο στη φαρέτρα της αντικαζαντζιδικής προπαγάνδας. Ξεχνούν βέβαια όλοι ότι την ίδια περίοδο την Μαντουμπάλα ανταγωνίζεται η Μαγκάλα και η Σοράγια του Μανώλη Αγγελόπουλου και η Σαγιόνα του Στράτου Διονυσίου. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την μελοποιημένη ποίηση. Ήταν η τάση - μάλιστα κατευθυνόμενη από τις δισκογραφικές - και την ακολούθησαν πολλοί. Το ίδιο και αργότερα με το πολιτικό τραγούδι. Το ίδιο και με την αναβίωση του ρεμπέτικου… Ας είμαστε ειλικρινείς. Οι διαφορές δεν είναι ουσίας. Στον εμπορικό στίβο οι διαφορές - με ελάχιστες εξαιρέσεις - είναι τεχνικές. Αυτό που επικρατεί είναι η στοχευμένη παραγωγή για τις “ανάγκες” του κοινού. Οι εταιρείες δεν κάνουν παιχνίδια με τα κέρδη τους. 

Όλα τα παραπάνω σε μικρό ή μεγάλο βαθμό καθορίζουν το ρεπερτόριο όλων των επιτυχημένων τραγουδιστών. Στη περίπτωση Καζαντζίδη ωστόσο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν δύο ακόμα παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μεγάλη αποχή του από τη δισκογραφία και τα νυχτερινά κέντρα και ο δεύτερος η κόντρα του με τις δισκογραφικές εταιρείες. 

Θα αρχίσουμε με το τελευταίο. Η ζωή του Καζαντζίδη ήταν ένας διαρκής αγώνας με το “άδικο”. Από τα πρώτα χρόνια της Columbia μέχρι και το 1987 οπότε και απελευθερώθηκε από τον Μάτσα ο Καζαντζίδης βρισκόταν σε διαμάχη με τις δισκογραφικές εταιρείες

Πολλοί το αποδίδουν στην επαναστατικότητα του Καζαντζίδη. ‘Άλλοι πάλι σε έναν υπέρμετρο εγωισμό. Για εμάς είναι απλώς η ανθρώπινη ανάγκη για αυτοδιάθεση. Αυτό βέβαια του κόστισε. Κυρίως σε ό,τι αφορά στην προβολή του ρεπερτορίου του. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη για τον δίσκο "Στην Ανατολή",  στον Λ. Κομίνη για την τηλεόραση του ΣΚΑΙ : "Οι ίδιοι οι άνθρωποι της εταιρείας περνούσαν από τα δισκάδικα και μάζευαν τους δίσκους. Το γιατί βέβαια μόνο αυτοί το ξέρουν. Είναι δυνατόν να κυκλοφορεί, αμέσως μετά την πτώση της χούντας ένας δίσκος με καινούργια λαϊκά τραγούδια του Θεοδωράκη με τον Καζαντζίδη κι αυτόν τον δίσκο σήμερα στην Ελλάδα να τον ξέρουν ελάχιστοι; Κρίμα...". 

Και φυσικά η επιλεκτική προβολή του ρεπερτορίου κάνει την ίδια ζημιά με το “κακό” ρεπερτόριο. 

Πάμε τώρα στην αποχή του από τη δισκογραφία και τα νυχτερινά κέντρα. Ο Καζαντζίδης απήχε από τη δισκογραφία για πάνω από 12 χρόνια. Αν έμενε στη δισκογραφία θα τραγουδούσε σίγουρα τα σημαντικότερα λαϊκά τραγούδια της εποχής του, στην πιο παραγωγική φάση της καριέρας του. Η συνεργασία του με τον Άκη Πάνου για παράδειγμα, θα ήταν δεδομένη. Αν επίσης ο Καζαντζίδης συνέχιζε να εργάζεται στα νυχτερινά κέντρα (γιατί σταμάτησε δια παντός τις ζωντανές εμφανίσεις το 1966) ίσως επεδίωκε περισσότερο το εύκολο “σουξέ” για να ανεβάζει το κασέ του. 

Κλείνοντας θα πούμε ότι όταν μιλάμε για δισκογραφία, ειδικά μετά το 1950, μιλάμε κυρίως για εμπόριο. Και όπως όλα τα εμπορεύματα έτσι και το τραγούδι ακολουθεί τους νόμους της αγοράς. 

Στο εμπορικό αυτό πλαίσιο, όλοι ανεξαιρέτως οι τραγουδιστές έχουν “καλό” και “κακό” ρεπερτόριο. Μαζί τους και ο Καζαντζίδης, που αν μη τι άλλο υπήρξε πολύ παραγωγικός τραγουδιστής. “Καλό” και “κακό” κατά την κοινή κρίση. Το τί είναι “καλό” και τί είναι “κακό” βέβαια, δεν έχει καμιά αξία να αναλύεται.

Το σίγουρο είναι ότι ο Καζαντζίδης είναι ένας από τους πολύ λίγους στο χώρο αυτό, που διατήρησε μια σταθερά. Έκανε αυτό που αγαπούσε η καρδιά του. Μόνο αυτό έχει αξία. Δεν μπήκε σε καλούπια και σίγουρα δεν ξεφτιλίστηκε όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, “επιφανείς” τραγουδιστές, που για να παραμείνουν στην επικαιρότητα έκαναν εκπτώσεις. 

Για όσους παρόλα αυτά επιμένουν να κατηγορούν τον Καζαντζίδη και μόνο, για το “κακό” του ρεπερτόριο, καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα δεν ειναι ο Στέλιος Καζαντζίδης αλλά το “λαϊκό τραγούδι” και η μουσική ρίζα αυτού. 

Εμείς σε πείσμα όλων θα λατρεύουμε τον Καζαντζίδη, για αυτό, το "κακό" του ρεπερτόριο. Κι αν δεν αρέσει σε κάποιους, απλά δεν ξαναβγαίνει.

Διαβάστε ακόμη: 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τό ρεπερτόριο τού Καζαντζίδη είναι πολύ καλύτερο από ότι οι ΠΑΝΑΣΧΕΤΟΙ επικριτές του υπονοούν.
Κυριαρχεί τό κοινωνικό τραγούδι, σέ όλες τίς εκφράσεις του, όπως μάνα, ξενητειά, φτώχια, δυστυχία, ασωτία.
Δημιουργοί του οι ανήκοντες στήν αφρόκρεμα τών δημιουργών.
Ειδικά κατά τήν περίοδο από τό 1988 ώς καί τό τέλος ΟΛΑ τά τραγούδια είναι ένα κι ένα καί πολλά εξ αυτών άνετα μπαίνουν στήν κατηγορία "Έντεχνα" ένεκα ποιητικού λόγου.
Η μόνη περίοδος πού μπορεί νά θεωρηθεί ότι έβγαζε πιό απλό στοίχο ήταν αυτή τής STANDARD περίπου, όπου η λογοκρισία τού έκοβε όλα τά κοινωνικά τραγούδια, μέ συνέπεια νά τήν κλείσει αφού στίς δικές του πωλήσεις βασιζόταν η επιβίωσή της.
Παραθέτω μερικά επιπλέον ονόματα συνεργατών του:
Ο Καζαντζίδης τραγούδησε τραγούδια των Θόδωρου Δερβενιώτη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Χρήστου Νικολόπουλου, Πυθαγόρα, Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργου Ζαμπέτα, Μανώλη Χιώτη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Κώστα Βίρβου, Βασίλη Βασιλειάδη , Άκη Πάνου, Σώτιας Τσώτου, Βασίλη Τσιτσάνη, Τσάντα, Απόστολου Καλδάρα, Χρήστου Κολοκοτρώνη, Τάσου Λειβαδίτη, Νίκου Γκάτσου, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μάνου Λοϊζου, Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Στέφανου Βαρτάνη, Γιώργου Λαύκα, Γιάννη Πάριου, Γιάννη Παλαιολόγου, Γιώργου Μητσάκη, Τάκη Σούκα, Βάντας Κουτσοκώστα, Μάνου Ελευθερίου, Σταύρου Ξαρχάκου, Βασίλη Παπαδόπουλου, Πάνου Τριανταφυλλίδη, Νίκου Δαλέζιου, Ηρακλή Παπασιδέρη, Μιχάλη Γενίτσαρη, Άρη Σάν, Γεράσιμου Κλουβάτου, Μπάμπη Μπακάλη, Γιώργου Κατσαρού, Σταμάτη Σπανουδάκη, Βασίλη Καραπατάκη, Κώστα Ψυχογιού, Γιώργου Μανισαλή, Τάκη Λαβίδα, Κώστα Δελαγραμμάτη, Τασούλας Θωμαϊδου, Αντώνη Βαρδή, Δημήτρη Γκούτη, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Νάκη Πετρίδη, Στέλιου Χρυσίνη, Ευάγγελου Ατραϊδη, Χρήστου Λεοντή, Γιώργου Γιαννόπουλου, Κώστα Ζήτη, Πάνου Πέτσα, Γιάννη Καλαμίτση, Γιάννη Λελάκη, Τόλη Χάρμα, Λευτέρη Χαψιάδη, Θόδωρου Καμπουρίδη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Γιάννη Ιωαννίδη, Μάρως Μπιζάνη, Γιώργου Σαμολάδά, Πρόδρομου Τσαουσάκη, Νίκου Ρούτσου, Σπύρου Ζαγοραίου, Νίκου Μάθεση, Νίκου Γκούμα, Γιώργου Μουφλουζέλη, Ηλία Ποτοσίδη, Σαράντη Αλιβιζάτου, Νίκου Λουκά, Μιχάλη Κακογιάννη, Σταύρου Κάξου, Λούλας Παπαγιαννοπούλου, Πάνου Γαβαλά.
Όσο γιά τή "Μαντουμπάλα" πού είναι ένα πανέμορφο τραγούδι τών Δερβενιώτη & Παπαγιαννοπούλου αυτοί πού τό επικρίνουν, λόγω τού ονόματος προφανώς, είναι οι ίδιοι πού κλαίνε από χαρά, όταν φτάνουν από τήν θάλασσα μέ τρυπημένες βάρκες μέ τίς Φαρίντες καί τίς Χουσάρες. Πιό υποκριτής πεθαίνεις.

Unknown είπε...

Προσωπικά μου αρέσει πολύ η Μαντουμπάλα, αν και ο ίδιος το έχει αποκυρηξει.

Αχιλλέας είπε...

Όσον αφορά τήν Μαντουμπάλα έχει πεί στόν Βασιλικό ότι δύο φορές πήγε στήν Παπαγιαννοπούλου τή μελωδία καί η Ευτυχία τού τήν επέστρεψε, γιατί είχε πολύ δουλειά τότε μέ άλλους στοίχους καί δέν τής ερχόταν έμπνευση. Τελικά έγραψε ο ίδιος τούς στοίχους πού δέ λένε ...τίποτα, έτσι είπε. Είπε ακόμη ότι τό τραγούδι γράφτηκε μέ επιμονή τής Γεσθημανής, πού τής άρεσε πολύ η μελωδία καί ήταν σίγουρη ότι θά γίνει μεγάλη επιτυχία.
Τό τραγούδι πού δέν θά ξανάλεγε είναι τό "Σήκω χόρεψε κουκλί μου".